Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

Περί ομορφιάς (part 2)

50 ΧΡΟΝΙΑ ΠΙΣΩ ΣΑΣ

Σε όλους αυτούς που μας περιμένουν δίπλα μας

Αντί προλόγου

Η ιστορία που ακολουθεί αφορά σε μία άσχημη γυναίκα.

Διαδραματίστηκε πριν δύο χρόνια περίπου και γράφτηκε τότε, με μορφή ημερολογίου, κάτω από έντονο συναισθηματικό φόρτο χωρίς ποτέ να ολοκληρωθεί. Δεν ξέρω για ποιο λόγο, αλλά επανερχόταν στην μνήμη μου κάθε φορά που έπιανα πάτο και αποσυρόταν από μόνη της όταν τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα. Ίσως ζητούσε τη δικαίωση της, ίσως εγώ την δική μου.

Θεωρούσα ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να την ολοκληρώσω διότι, απλά, δεν έβρισκα τον λόγο να γίνει αντικείμενο διήγησης.

Σε όλη την ιστορία υπήρχε μια πολύ μικρή χρονική στιγμή που είχα ξεχάσει και η οποία επανήλθε στην μνήμη μου ξαφνικά, όταν χάρη σε έναν άνθρωπο, προσκλήθηκα να γράψω κάτι για την ομορφιά.

Δεν ξέρω αν έχετε αναλογιστεί ποτέ σας, πόσες φορές σας εξέπληξε η ομορφιά με την παρουσία της εκεί που δεν την περιμένατε. Δεν μιλάω για όμορφα τοπία και όμορφα πρόσωπα. Αναφέρομαι σε στιγμές. Στιγμές που η ομορφιά επέλεξε να αποκαλυφθεί μπροστά σας ξαφνικά, σαν δώρο και να δώσει στο οπτικό σας πεδίο μια αλλιώτικη διάσταση.

Μία τέτοια στιγμή επανήλθε στη μνήμη μου και στάθηκε η αφορμή να αφηγηθώ όσα ακολουθούν. Θα με συγχωρέσετε για το ύφος της αφήγησης, αλλά δυστυχώς δεν κατάφερα να διορθώσω σχεδόν τίποτα, παραθέτοντάς το όπως είχε γραφτεί τότε.

Η πρώτη συνάντηση



Η φωτογραφία που βλέπετε απεικονίζει μία γυναίκα με τον καρκίνο της.

Ή, για να είμαι πιο ακριβής, έναν καρκίνο με τη γυναίκα του. Διότι η σχέση τους κρατάει χρόνια, με χωρισμούς και επανασυνδέσεις, σαν αληθινή σχέση ζωής. Και όπως είναι γνωστό, σε τέτοιου είδους σχέσεις, τον ρόλο του αρχηγού συνηθίζεται να έχει ο άντρας.

Την Κυρία Ευαγγελία την γνώρισα πριν 20 μέρες περίπου, στο κέντρο Υγείας που εργάζομαι. Μην με ρωτήσετε που, γιατί θα σας απαντήσω 50 χρόνια πίσω σας και θα σας μπερδέψω χωρίς να το θέλω. Σ’ αυτόν τον εκτός χρόνου τόπο, όλες οι κυρίες του χωριού επισκέπτονται κάθε μήνα , όπως ορίζουν τα έθιμα της περιοχής, το κέντρο υγείας, για να τους συνταγογραφήσουν οι ιατροί στο βιβλιάριο τα φάρμακα της σεζόν. 2-3 παυσίπονα μαζεμένα, μερικά κολλύρια άνευ λόγου, 1-2 αντιψυχωσικά για να κοιμούνται τα βράδια, (άραγε την ημέρα είναι ξύπνιες;) και «ένα σιρόπι για το βήχα γιατρέ». Και αν προσπαθήσεις να τους εξηγήσεις ότι είναι περιττά τόσα φάρμακα, φωνάζουν δυνατά, σαν απειλούμενες, σε άψογη τοπική διάλεκτο «γράψ’ τα, γιατί εμένα ο γιατρός, μου ‘πε να τα παίρνω μέχρι να πεθάνω». «Μέχρι» ή «για», δεν έχει σημασία γι’ αυτές. Α, και μην ξεχάσω και «μία κάψουλα για το στομάχι - όχι ότι πονάει αλλά για να μην με πράξουν τα χάπια». Προληπτικά δηλαδή. Πρόληψη και Πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, ότι ακριβώς είχε οραματιστεί ο νομοθέτης του Ε.Σ.Υ. 30 χρόνια πριν.

Ανάμεσα σ’ αυτές τις κυρίες , βρέθηκε στο ιατρείο ένα πρωί και η Κυρία Ευαγγελία. Πρόχειρα ντυμένη , με ένα τραπεζομάντιλο δεμένο γύρω από το κεφάλι της, για μαντήλι. Πολύχρωμη φούστα –και για να σας προλάβω, όχι από άποψη-, πολύχρωμη μπλούζα, πολύχρωμο πανωφόρι, πολύχρωμο και το τραπεζομάντιλο και 2 μονόχρωμα τεράστια πράσινα μάτια. Δεν έχω ξαναδεί περισσότερο ικετευτικά μάτια.

Καθόταν μόνη της στην μία πλευρά του προθαλάμου του ιατρείου, έχοντας απέναντί της τους υπόλοιπους ασθενείς και περίμενε την σειρά της. Κοιτούσε διαρκώς χαμηλά, από φόβο μην εκθέσει την ασχήμια της ή μην αντικρύσει την ασχήμια των άλλων, συμπέρανα αργότερα. Σε άλλο χρόνο, σε άλλο τόπο, σε ασπρόμαυρο πλάνο, και με ένα ζευγάρι μεγάλα μαύρα γυαλιά ηλίου, ίσως και να έλαμπε σκέφτηκα.

Όταν γεννιέται ο άνθρωπος

Η Κυρία Ευαγγελία , για τους «φίλους» και συγχωριανούς της, «vaglee», γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό της επαρχίας Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας πριν 50 χρόνια περίπου. Η μάνα της, η κυρία Λαμπρινή, για τους ίδιους φίλους «Λάμπρω», ανύπαντρη, έπεσε θύμα βιασμού ένα μεσημέρι από έναν ξάδερφο της και έμεινε έγκυος. Εύκολο θύμα βλέπετε, γιατί ήταν μειωμένης ευφυΐας. Ύστερα από 9 μήνες έφερε στον κόσμο ένα κοριτσάκι όμορφο, με καστανά μαλλιά και 2 τεράστια πράσινα μάτια. Μειωμένης ευφυΐας επίσης. Και θύμα επίσης, καθώς κάποια μέρα η Ευαγγελία , μωρό ακόμα, βρέθηκε στο σπίτι μόνη της, να κάνει salto mortale από την κούνια της στο αναμμένο τζάκι. Ανώμαλη προσγείωση με τραγικό απολογισμό ένα καμένο πρόσωπο και μισό καμένο κεφάλι. Α, η μάνα της είχε πάει στα ζώα.

Μην την κακολογείτε, έτσι έχουν μάθει να ζουν εκεί οι άνθρωποι. Ο πατέρας, η μάνα, 5-6 κουτσούβελα, ένα χαμηλό σπίτι με αυλή και, κυρίως, τα ζώα. Από αυτά ζούνε, αυτά τρώνε, με αυτά ξεχνιούνται. Για τους πιο εύπορους υπάρχει και ένα αγροτικό, κόκκινο συνήθως, με καρότσα στην αυλή, για να τους μεταφέρει στις καλοκαιρινές εξορμήσεις στους στο χωράφι.

Κάπως έτσι μεγάλωσε και η Ευαγγελία. Περίπου δηλαδή. Μπορεί το πρόσωπο της να ήταν σημαδεμένο, αλλά μοιραζόταν την ίδια γειτονιά με τα άλλα παιδιά, είχε το δικό της σπίτι και τη δική της αυλή. Μπορεί το μισό κεφάλι της να παρέμενε στάσιμα γυμνό, αλλά η ίδια μεγάλωνε και έφτασε στην εφηβεία και την ενηλικίωση. Μπορεί να έλειπαν ο πατέρας, τα πολλά παιδιά και το αγροτικό με την καρότσα, όμως ήταν πολλοί οι θύτες. Και το θύμα ίδιο και εύκολο κάθε φορά.

Θύμα εύκολο και για τον καρκίνο η Κυρία Ευαγγελία, καθώς κάπου γύρω στα 25 της έγινε η πρώτη τους συνάντηση. Την είδε και την άρπαξε από το κεφάλι. Ευτυχώς, το άτριχο μισό. «Ακανθοκυτταρικό» τον λέγανε «σε έδαφος εγκαυματικής βλάβης». Συνηθισμένη ιστορία αγάπης για όποιον γνωρίζει. Εκεί όπου σπέρνει η φωτιά, φυτρώνει ο καρκίνος. Μεγάλωνε λίγο λίγο, παίρνοντας την μορφή όλων σχεδόν των οπωροκηπευτικών που γνώριζαν οι δύο γυναίκες. Ελιά, κάστανο, μανταρίνι, μήλο, όμως οι δύο γυναίκες δεν τολμούσαν να πουν σε κανέναν τίποτα. Εξάλλου , «δεν έχει πολύ ζωή η Βαγγελιώ» , όπως έλεγε με στοργή η μάνα για την κόρη. Την νόθα.

Μέχρι που ο όγκος έγινε «σαν κουνουπίδι» , έτσι τον παρουσίασε η νονά της που τον είδε και θέλησε να βοηθήσει. «Και βρώμαγε και πολύ, έπρεπε να ανοίξεις τα παράθυρα για να πλησιάσεις». Πήρε λοιπόν την Βαγγελιώ και την πήγε στην πρωτεύουσα σε έναν Άγιο που ειδικεύεται σε τέτοια ζητήματα, τον «Άγιο Σάββα».

Την χειρουργήσανε , την βάλανε σε «σουίτα» , την ακτινοβολήσανε και την στείλανε πίσω στο χωριό.

«Έγινε καλά» είπε ο ιατρός.

Για 3 χρόνια.

Μετά ξανάρθε ο καρκίνος. Ξανά στο κεφάλι. Το άτριχο μισό. Ξανά στην πρωτεύουσα, ξανά στον άγιο, ξανά χειρουργείο, ξανά «σουίτα», ξανά ακτινοβολία. «Έγινε καλά» είπε ο ιατρός. Ξανά.

Για 5 χρόνια.

Την συνέχεια την φαντάζεστε. Πρωτεύουσα, άγιος, χειρουργείο, «σουίτα», ακτινοβολία, «έγινε καλά». Αυτή τη φορά , ο ιατρός την ανέβασε και στην ταράτσα του νοσοκομείου να την εξετάσει στον ήλιο «με κάτι παράξενα εργαλεία». Αλήθεια, έχετε βρεθεί ποτέ σας να θαυμάζετε την θέα της Αθήνας, μια ηλιόλουστη μέρα, στην ταράτσα του «Αγίου Σάββα»; Ελπίζω πως όχι.

Όπως και να χει, η Βαγγελιώ γύρισε στο χωριό να περιμένει τον καρκίνο που αν μη τι άλλο δεν την εξέπληττε ποτέ. Ήξερε πάντα από που να τον περιμένει. Είχε ξοδευτεί για να αγοράσει και από πλανόδιους κεντημένα σεντόνια και σεμέν για την προίκα της, όπως κάθε κορίτσι της παντρειάς, και περίμενε. Μόνο που αυτή τη φορά η Βαγγελιώ τον περίμενε για πολύ. Τόσο που στη δεκαετία πάνω βαρέθηκε να περιμένει και αποφάσισε να παντρευτεί. Τον Χρήστο. Μετρίου αναστήματος, αδύνατος, μελαχρινός, με μαλλί κουρεμένο σαν τον Elvis. Κυκλοφορούσε συνήθως με ένα μπουφάν από δερματίνη και είχε τα χέρια μονίμως στις τσέπες. Χαμογελαστός, λιγομίλητος αλλά δυστυχώς μειωμένης ευφυΐας.

Πρέπει να ‘ταν χαρούμενος ο γάμος τους, αυτό τουλάχιστον μαρτυρούσε η κρεμασμένη στον τοίχο γαμήλια φωτογραφία, που είδα, σπίτι τους. Κρατούσε ο ένας τα χέρια του άλλου, σαν να χορεύουν. Ο Χρήστος, φρεσκοξυρισμένος και χαμογελαστός όπως πάντα, φορούσε ένα μαύρο κοστούμι, και εκείνη, στολισμένη με ένα ολόλευκο νυφικό και μια κατάμαυρη, μακριά, γυαλιστερή περούκα. Οικογενειακές στιγμές ευτυχίας.

Για πάντα.

Για 8 χρόνια.

Είχε μία εμμονή ο Ακανθοκυτταρικός με το κεφάλι της Βαγγελιώς. Πήγε και καψουρεύτηκε ότι αυτή σιχαινόταν πιο πολύ πάνω της. Το άτριχο μισό κεφάλι της. Φύτρωνε, τον έκοβε, χαναφύτρωνε, τον ξανάκοβε. Σαν να ‘χε ριζώσει κάτω από το πετσί της και με την πρώτη ευκαιρία έσκαγε μούρη.

Το κοτέτσι

Και η ευκαιρία ξανάρθε. Ένα τραύμα στο κεφάλι από μια σιδεριά στο κοτέτσι κατά λάθος.

«-Είχα πάει να ταΐσω τις κότες και βάρεσα στο κεφάλι μου» μου είπε όταν κάποια στιγμή αργότερα την ρώτησα πότε ξαναεμφανίστηκε ο όγκος. «-Από μία πρόκα, κατά λάθος.»

Έτσι είναι οι ευκαιρίες, κατά τύχη ή κατά λάθος. Μπορεί και «κατά φαντασίαν», δεν ξέρω. Δική της ή των γιατρών στο επαρχιακό νοσοκομείο όπου πήγε, 6 μήνες πριν την γνωρίσω, και την εξέτασαν. «Παλαιά κάκωση κεφαλής» γράφει το φύλλο νοσηλείας που έχω μπροστά μου πάντως. Για καρκίνο τίποτα, παρόλο που ο Ακανθοκυτταρικός ήταν εκεί, είχε ξαναφυτρώσει, είχε μεγαλώσει και δεν χωρούσε πια κάτω από την κατάμαυρη , γυαλιστερή , κοντή πλέον, περούκα της. Άλλη εποχή, άλλο κούρεμα. Ίδιος όγκος όμως. Α ρε Βαγγελιώ, τα κατάφερες και τους ξεγέλασες τους γιατρούς.

Στην ζωή του καθενός μας ξέρετε, υπάρχουν κάποια γεγονότα μοιραία, που όταν συμβούν, αλλάζουν εντελώς την προσωπική μας διαδρομή. Σαν πλαγιομετωπικές συγκρούσεις. Και αν το αμάξι σου δεν έχει καλά κρατήματα, την πατάς περισσότερο. Σε χτυπάνε απ’ το πλάι, βγαίνεις εκτός πορείας και μετά ακολουθείς αναγκαστικά διαφορετική κατεύθυνση. Ένα από αυτά, είναι αποτυπωμένο σ’ αυτό το φύλλο νοσηλείας που έχω μπροστά μου. «Παλαιά κάκωση κεφαλής».

Και η Βαγγελιώ επέστρεψε σπίτι της και δεν έλεγε σε κανέναν τίποτα. Και σε ποιον να πει άλλωστε. Η μάνα της είχε πεθάνει, στη γειτονιά δεν ήθελε να δώσει δικαιώματα. Στους ιατρούς είχε πει κοτέτσι, αυτοί της είπαν κάκωση και συνεννοηθήκανε. Μόνο ο Χρήστος κάτι είχε ψυλλιαστεί, αλλά και αυτός δεν έλεγε τίποτα σε κανέναν. Από τη φύση του λιγομίλητος, στόμα είχε και μιλιά δεν είχε. Δύο χέρια είχε και τα χρησιμοποιούσε που και που πάνω στην Βαγγελιώ, όταν τα ‘βγαζε από τις τσέπες του.

Και αυτή τα υπέμενε και αυτά. Μία γυναίκα άσχημη, με καμένο πρόσωπο, χωρίς μαλλιά, χαμηλής ευφυΐας, παντρεμένη, χωρίς παιδιά, σε μία μικρή κοινωνία, και με έναν τεράστιο Ακανθοκυτταρικό κρυμμένο κάτω από το μαντήλι στο κεφάλι της. Ίσως θεωρούσε ότι της άξιζε. Αλλά και αυτή δεν το ‘βαζε κάτω. Δεν έπλενε, δεν μαγείρευε, δεν έτρωγε, δεν μιλούσε και έχανε βάρος. Καθόταν κλεισμένη μες στο σπίτι της και κυοφορούσε τον όγκο που μεγάλωνε. Επώδυνη εγκυμοσύνη, με τα νερά του τοκετού, δύσοσμα, να σπάνε κάθε μέρα και να μουσκεύουν τα σεντόνια, τις κουβέρτες και τα μαντήλια. Μόνο μέχρι το κέντρο υγείας πήγαινε που και που, για να γράψει κανένα φάρμακο στο βιβλιάριο.

Στο νομαρχιακό ξανά και πάλι πίσω

Εκεί την πρωτοείδα την κυρία Ευαγγελία, μία από τις φορές που ήρθε να γράψει φάρμακα. Αν πριν 6 μήνες, μετά το νοσοκομείο, δεν ξαναγύριζε στο χωριό αλλά αντιμετωπιζόταν όπως έπρεπε, ίσως και να μην την γνώριζα ποτέ. Την αντίκρισα να περιμένει στον προθάλαμο και της είπα να περάσει μέσα στο ιατρείο. Πολύχρωμη φούστα, πολύχρωμη μπλούζα, πολύχρωμο πανωφόρι, πολύχρωμο τραπεζομάντιλο και 2 μονόχρωμα τεράστια πράσινα και ικετευτικά μάτια. Αφού μου έδειξε ποια φάρμακα ήθελε να της συνταγογραφήσω, της ζήτησα να βγάλει το μαντήλι από το κεφάλι της. Ίσως λόγω έμφυτης περιέργειας, ίσως από την μυρωδιά που έβγαινε από το κεφάλι της, επέμεινα ακόμα και όταν αρνήθηκε. Τότε σηκώθηκε και έφυγε βιαστικά από το κέντρο υγείας. Έτρεξα πίσω της και της είπα να έρθει να με βρει το απόγευμα που δεν είχε πολύ κόσμο το ιατρείο. Φυσικά δεν ήρθε. Ούτε το απόγευμα, ούτε την επομένη.

Πάλι καλά που ο άγιος εκεί ψηλά ή ο διάβολος – δεν ξέρω - , που φυλάει την Βαγγελιώ, έστειλε το χέρι της νονάς της να σηκώσει το μαντήλι και να δει τον καρκίνο.

«-Γιατί κορίτσι μου δεν μου πες τίποτα?»
«-Σώσε με θειά, σώσε με»

Λιτός διάλογος μα περιεκτικότατος. Σαν το εβαπορέ το μπλε, μία από τις λίγες «τροφές» που είχε όρεξη πλέον να βάλει η Βαγγελιώ στο στόμα της.

Έβαλε τα δυνατά της η νονά. Δεν περίμενε το λεωφορείο που περνούσε μία φορά την ημέρα από το χωριό. Κάλεσε ταξί και φύγανε σφαίρα για το Νοσοκομείο. Το Γενικό Νομαρχιακό. Αυτό που είχε ξαναπάει η Βαγγελιώ πριν λίγους μήνες και την διώξανε με «παλαιά κάκωση κεφαλής». Καμιά τριανταριά κεφάλια ιατρών, νοσηλευτών, και βοηθητικού προσωπικού στριμώχτηκαν, αυτή τη φορά, πάνω από ένα εξεταστικό κρεβάτι να θαυμάσουν τα σκουλήκια που βγαίνανε από το κεφάλι της Βαγγελιώς. Η μητέρα φύση με την χλωρίδα και την πανίδα της πάντα προκαλούσε θαυμασμό εξάλλου.

Την κράτησαν την Βαγγελιώ καμιά βδομάδα οι χειρουργοί, της βαλαν αντισηπτικά διαλύματα, αλοιφές και γάζες στον όγκο – όχι η περιποίηση δεν κόστισε extra – της βγάλανε και αξονική «φωτογραφία» στο κεφάλι (για να την θυμούνται; Ποιος ξέρει.) και την διώξανε από κει που ‘ρθε. Της είπαν να πάρει τηλέφωνο και τον νευροχειρουργό να συνεννοηθεί (ασχέτως αν ήταν μειωμένης ευφυΐας). Τι; Ναι, έχει δερματολόγο το Νοσοκομείο, απλά μπορεί να μην είχαν το τηλέφωνο οι χειρουργοί να τον καλέσουν. Είναι και μεγάλο νοσοκομείο το Νομαρχιακό , πού να τρέξουν να τον φωνάξουν να ‘ρθει να δει έναν καρκίνο του δέρματος. 2 όροφοι νοσοκομείο. Α, της δώσανε και οδηγίες, να έρχεται στο κέντρο υγείας να κάνει «αλλαγές». Μόνο που δεν της είπαν τι να αλλάξει. Το δέρμα; Τον καρκίνο; Το κεφάλι; Ή τη ζωή της;

Εκεί την είδα, για δεύτερη φορά, την Βαγγελιώ, στο κέντρο υγείας όταν ήρθε για την «αλλαγή» και αυτή την φορά δεν την άφησα να φύγει. Δύο αγροτικοί ιατροί και μια μαία που εκτελεί καθήκοντα νοσηλευτή ελλείψει προσωπικού, καθίσαμε και την κουβεντιάσαμε. Δεν θυμόταν τι της είχαν πει στο νοσοκομείο, δεν είχε καταλάβει και πολλά. Πήραμε τηλέφωνο το νευροχειρουργό, μας είπε ότι δεν έχει νευροχειρουργικό πρόβλημα, της δώσαμε από μόνοι μας αντιβίωση, παυσίπονα και φάρμακα για την αναιμία που ‘χε. Πήραμε υλικό για καλλιέργεια από τον όγκο, τηλεφωνήσαμε στην δερματολόγο στο νοσοκομείο, της κλείσαμε ραντεβού για να γίνει βιοψία και εκτίμηση, και της είπαμε να ‘ρθει την επομένη.

Την επομένη ήρθε να την δει και ο διευθυντής, όχι από περιέργεια, απλά δέχτηκε ένα τηλεφώνημα που τον ενημέρωνε ότι κάποιος θα φωνάξει τα κανάλια αν δεν κάνει κάτι. Και αυτός έκανε. Βγήκε από το γραφείο του και μπήκε στο ιατρείο. Κοίταξε την Βαγγελιώ και της είπε:

«-Σ’ είχαμε καθαρίστρια εμείς εδώ παλιά; Ναι, πρέπει να σ’ είχαμε καθαρίστρια»

Και τον κοίταξε η Βαγγελιώ απορημένη χωρίς να απαντήσει. Ίσως να μπερδεύτηκε ο άνθρωπος. Ίσως στο μυαλό του οι καθαρίστριες μοιάζουν με τον καρκίνο. Στη συνέχεια ξαναμπήκε στο γραφείο του, σήκωσε το ακουστικό και πήρε τηλέφωνο στο νοσοκομείο.

«-Πρέπει να την κρύψουμε το σαββατοκύριακο , μπορεί να ‘ρθουν τα κανάλια»
«-Εμείς δεν την θέλουμε, στείλ’ την σε ιδιωτικό» του απάντησαν από κει.
«-Αν έρθουν τα κανάλια, βάλτε την στο ασθενοφόρο και στείλτε την στο ιδιωτικό» μας είπε και αποχώρησε.

Η υπόσχεση

Ευτυχώς τα κανάλια δεν ήρθαν και πήγαμε την Βαγγελιώ στην δερματολόγο, η οποία τρόμαξε μόλις την είδε. Στο ίδιο νοσοκομείο, για τρίτη φορά.

«-Ήμουν εγώ εδώ όταν ήρθε αυτό το περιστατικό; Γιατί δεν με ειδοποίησαν;»

Έλα μου ντε. Ίσως επειδή ήσασταν 2 ορόφους κάτω, ίσως επειδή η Βαγγελιώ ζούσε 50 χρόνια πίσω σας, δεν ξέρω.

Έκανε βιοψία, πήρε εκ νέου υλικό για καλλιέργεια, έδωσε αγωγή, τράβηξε φωτογραφίες τον όγκο και έφτιαξε έναν ιατρικό φάκελο. Την κρατήσανε και 4 μέρες στην χειρουργική μετά από έναν τηλεφωνικό καυγά της δερματολόγου με τον χειρουργό.

«-Δεν την θέλω!»
«-Θα την πάρεις!»
«-Δεν την θέλω!»
«-Θα την πάρεις!» Άλλα λόγια βρε παιδιά.

Και η Βαγγελιώ ξαναγύρισε στο χωριό. Για τρίτη φορά.

Πήρα τον ιατρικό φάκελο, την φωτογραφία που είδατε στην αρχή και τις ελπίδες μου και ταξίδεψα μέχρι την Αθήνα στο νοσοκομείο Συγγρός να βρω καταρχήν κάποιον πανεπιστημιακό πλέον, δερματολόγο να μας καθοδηγήσει. Πρέπει να είμαι καλός φωτογράφος μάλλον γιατί μόλις αντίκρισε την φωτογραφία έμεινε άφωνος. Και δεν έφτανε αυτό, αλλά έκανε μια βόλτα στο νοσοκομείο επιδεικνύοντας το έργο τέχνης μου σε όποιον συνάδελφο έβρισκε μπροστά του. Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω γνωρίζω τίποτα για τα βραβεία φωτογραφίας, όπως π.χ. για το Πούλιτζερ στη δημοσιογραφία, πάντως όλοι όσοι έβλεπαν το κεφάλι της Βαγγελιώς αποτυπωμένο στο φωτογραφικό ιλουστρασιόν χαρτί αναφωνούσαν λες και ήταν συνεννοημένοι «Κωσταλέξι!» «Κωσταλέξι!».

Μόλις ο ενθουσιασμός κατευνάστηκε, άρχιζε λιγάκι να φουντώνει η ελπίδα μου, καθώς ο δερματολόγος μου είπε να πάω να βρω έναν πλαστικό χειρουργό στο ισόγειο, ο οποίος μπορεί, αν και δύσκολα, να αναλάβει να χειρουργήσει την Βαγγελιώ. Πήγα τρέχοντας και αφού είδε όλο τον φάκελο μου είπε ότι θα μπορούσε να κάνει το χειρουργείο με τη βοήθεια νευροχειρουργού, διότι ο όγκος ήταν τόσο βαθύς που υπήρχε λύση της συνέχειας του οστού -ο νευροχειρουργός που μιλήσαμε εμείς μετά το νοσοκομείο δεν ήξερε να διαβάζει καλά μάλλον πορίσματα αξονικής-, αλλά όχι νωρίτερα από ένα μήνα, μιας και θα έλειπε εκτός Ελλάδος. Πήρα την υπόσχεσή του στα χέρια μου και αναχώρησα για το χωριό για να περιμένω να περάσει ο μήνας.

Ο μήνας

Ο μήνας ήταν μακριά όμως και ο αιματοκρίτης κοντά, – στο 25 - και η Βαγγελιώ έχανε λίγο λίγο τις δυνάμεις της μαζί με το αίμα που έφευγε κι αυτό λίγο λίγο από την ανοιχτή πληγή της. Σαν να μην της έφτανε ο Χρήστος, ο Ακανθοκυτταρικός και ο εαυτός της έπρεπε πλέον να φιλοξενεί και την Ψευδομονάδα, τον Πρωτέα και τον Στρεπτόκοκκο που είχαν έρθει απρόσκλητοι και εγκαταστάθηκαν στο κεφάλι και το σπίτι της. Δύο δωμάτια όλο κι όλο το σπίτι που να χωρέσει 6 νοματαίους. WC το σπίτι είχε στην αυλή και το πλυντήριο δεν λειτουργούσε, οπότε αναγκάζονταν ο καθένας να υπομένει την μυρωδιά του άλλου.

Κάθε δεύτερη μέρα, έπαιρνε τον Ακανθοκυτταρικό, την Ψευδομονάδα, τον Πρωτέα και τον Στρεπτόκοκκο, τους έβαζε πάνω στο κεφάλι της και ερχόταν μέχρι το κέντρο υγείας για την αλλαγή. Και μετά ξαναγυρνούσε σπίτι της, πέταγε το μαντήλι, έβγαζε τις γάζες, κουλουριαζόταν στο κρεβάτι και έξυνε τον καρκίνο, που την έτρωγε. Η ίδια φαΐ δεν έτρωγε. Περίμενε να ‘ρθει ο μήνας. Σαν να φοβόταν μήπως περνούσε και δεν τον προλάβαινε.

Περιμέναμε και μείς μαζί με την Βαγγελιώ να ‘ρθει ο μήνας. Οι δύο αγροτικοί και η μαία, νοσηλεύτρια ελλείψει προσωπικού. Βάλαμε τα δυνατά μας και παίζαμε τους παθολόγους, τους ογκολόγους, τους χειρουργούς πάνω απ’ το κεφάλι της και δίναμε παυσίπονα και αντιβιώσεις κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας με ότι ιατρό γνωστό είχαμε. Ναι, έχει και διευθυντή το κέντρο υγείας και επιμελητή, και άλλους αγροτικούς και άλλους νοσηλευτές αλλά σε άλλους ξίνιζε και σε άλλους βρώμαγε το κεφάλι της Βαγγελιώς.

«-Πάλι ήρθε αυτή»
«-Εγώ δεν μπαίνω εκεί μέσα βρωμάει»
«-Εγώ έχω μικρά παιδιά στο σπίτι»
«-Να καλέσουμε κανένα συνεργείο να μας κάνει απολύμανση» λέγανε καλοσυνάτα μόλις την βλέπανε να έρχεται στο κέντρο υγείας.

Οπότε κλεινόμασταν στο εξεταστήριο, οι δύο αγροτικοί και η μαία, η Βαγγελιώ, ο καρκίνος και τα μικρόβια και κάναμε ένα party για λίγους. Γίναμε και φιλαράκια με την Κυρία Ευαγγελία. Μας φώναζε με τα μικρά μας. Ο Κώστας, ο Γιώργος, η Έμυ.

«-Πώς πάω; Θα γίνω καλά;» μας ρωτούσε και μείς της δίναμε κουράγιο.

Πηγαίναμε και σπίτι της εναλλάξ όταν πονούσε και ήταν ανήσυχη να της κάνουμε καμιά παυσίπονη ένεση. Δεν χρειαζόταν να χτυπήσουμε την πόρτα. Από την μυρωδιά καταλαβαίναμε ότι ήταν μέσα. Μπαίναμε στο σπίτι και τους βλέπαμε όλους μαζί εκεί ξαπλωμένους πάνω στο διπλό κρεβάτι με σβηστά φώτα και κλειστά παράθυρα, κάτω από λερωμένα σκεπάσματα, να μας περιμένουν. Μόνο ο Χρήστος έλειπε αλλά ήταν στο καφενείο συνήθως. Μέχρι και φωτογραφία βγάλαμε.

«-Χαμογέλα λίγο Κυρία Ευαγγελία» και αυτή πόζαρε.
«-Να χαμογελάσω; Δεν ξέρω πώς».

Στο νομαρχιακό για τέταρτη φορά - Η σοκολάτα

Προσπαθήσαμε ξανά να την στείλουμε στο νοσοκομείο αλλά μάταια. Στο Νομαρχιακό δεν την θέλανε, σε ένα άλλο νοσοκομείο μας είπαν ότι το χωριό της υπάγεται αλλού, στην Αθήνα ότι δεν έχει νόημα να εισαχθεί στην κλινική ένα μήνα πριν το χειρουργείο. Πήραμε τηλέφωνο τον νομίατρο, την πρόνοια, τον δήμαρχο αλλά τίποτα. Όλοι πρόθυμοι βέβαια αλλά μας παρέπεμπαν αλλού. Στη συνέχεια καθόμασταν και πέταγε ιδέες ο ένας στον άλλο για το που να απευθυνθούμε.

Ένα μεσημέρι πήραμε τηλέφωνο τον χειρουργό στην Αθήνα και μας είπε να παρακαλέσουμε το νοσοκομείο, χρησιμοποιώντας το όνομα του, να νοσηλευτεί η Βαγγελιώ για λίγο εκεί. Επικοινωνήσαμε με τον διοικητή και μας είπε να την διακομίσουμε στο νοσοκομείο και ότι θα εισαχθεί σε ειδικό θάλαμο. Ετοιμάστηκε η Βαγγελιώ, γέμισε μια τεράστια βαλίτσα με νυχτικά και εσώρουχα, της κάναμε και μία αλλαγή στο τραύμα και ξεκινήσαμε. Για το ίδιο νοσοκομείο για τέταρτη φορά. Εγώ, αυτή και ο Χρήστος. Μπήκαμε στην πτέρυγα επειγόντων περιστατικών καθίσαμε και περιμέναμε να έρθει κάποιος ιατρός να την δει. Η Βαγγελιώ σε ένα εξεταστικό κρεβάτι, εγώ σε μια καρέκλα και ο Χρήστος απ’ έξω. Φορούσε το καλό της μπεζ παλτό το οποίο φιλοξενούσε 3 στάμπες από τον εμετό, που είχε κάνει, λόγω της, γεμάτης στροφές, διαδρομής, κουμπωμένο μέχρι το λαιμό και 2 στρωτά μαύρα παπούτσια. Καθένας που περνούσε την κοιτούσε περίλυπα και προσπαθούσε να της πιάσει κουβέντα.

Είχε καταφέρει χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια να κάνει αισθητή την παρουσία της στο χώρο η Βαγγελιώ. Την παρουσία της και την μυρωδιά της. Αυτήν την αναμεμιγμένη μυρωδιά ψαριού και σαπίλας που έβγαινε από την ανοιχτή πληγή στο κρανίο της. Η ίδια μυρωδιά που έκανε τους γείτονες στο χωριό να σιχαίνονται να την πλησιάζουν, τους συναδέλφους να απομακρύνονται όταν την έβλεπαν, και την ίδια να μην ακουμπά τους άλλους γύρω της από ντροπή. Κάπως έτσι πρέπει να μυρίζει η ασχήμια σκέφτηκα.

Μετά από περίπου 4 ώρες αναμονής εμφανίστηκε αγουροξυπνημένος και ο ειδικευόμενος χειρουργός.

«-Τι βρώμα είναι αυτή; Πάλι μας την έφερες εδώ; Το παίζεις έξυπνος;»
«-Δεν έχω που αλλού να την διακομίσω συνάδελφε.»
«-Ο διευθυντής μας είπε ότι δεν την δέχεται στην κλινική του.»
«-Ο διοικητής είπε να κάνει εισαγωγή συνάδελφε.»
«-Δεν μας νοιάζει, ο Διευθυντής είπε δεν την βάζει στην χειρουργική.»

Όχι, δεν είχαμε πάει σε ιδιωτική κλινική. Σε δημόσιο νοσοκομείο βρισκόμασταν. Δημόσιο νοσοκομείο για λίγους και τσιφλίκι, προφανώς, ακόμα πιο λίγων. Μετά από μερικά τηλέφωνα, την άφιξη του Διοικητή από το σπίτι του, και διαφωνίες μεταξύ χειρουργών, παθολόγων και του Διοικητή, αποφασίσθηκε να εισαχθεί σε ένα θάλαμο της ουρολογικής, όπου υπήρχε κενό κρεβάτι για να νοσηλευτεί για 3 μέρες. Όχι δεν είχε πριαπισμό, ούτε καλοήθη υπερτροφία προστάτη η Βαγγελιώ, απλά εκεί υπήρχε ένας άδειος θάλαμος. Εξάλλου θα περνούσαν οι παθολόγοι να την βλέπουν όταν ευκαιρούσαν, θα της έκαναν καμία αλλαγή οι χειρουργοί και θα την φρόντιζαν οι νοσηλεύτριες της ουρολογικής. Multi-functional νοσηλεία, όχι παίζουμε. Και όχι, δεν θα γινόταν καλά σε 3 μέρες, απλά οι άνθρωποι σκέφτηκαν να της δώσουν μια φιάλη αίμα δωρεάν, ως μποναμά βρε αδερφέ, μιας και πλησίαζαν οι γιορτές και να την ξαποστείλουν πίσω μετά.

Με την Βαγγελιώ να κλαίει φοβισμένη, εμένα να της κρατάω το χέρι, μία νοσηλεύτρια να της εξηγεί ότι δεν θα πονέσει, έγινε τελικά η απαραίτητη αιμοληψία για την εισαγωγή. Πάλι καλά, διότι , όπως είπε ο αγουροξυπνημένος συνάδελφος ο χώρος μύριζε πολύ και κινδύνευε η υγεία των ασθενών. Αυτών που τον περίμεναν για 4 ώρες να ξυπνήσει για να τους εξετάσει.

Την επομένη πήγα να την επισκεφθώ στο θάλαμό της θεωρώντας ότι επιτέλους θα τύγχανε νοσοκομειακής νοσηλείας. Καθόταν στο κρεβάτι της κουλουριασμένη, με την πληγή ακάλυπτη, το λαιμό της ματωμένο από το αίμα που έσταζε από το τραύμα, και τα σεντόνια και το νυχτικό λερωμένα από αίμα και εκκρίσεις από την πληγή.

«-Γιατί Βαγγελιώ;»
«-Δεν μου ‘καναν αλλαγή γιατρέ και μου παν θα με διώξουν από δω γιατί βρωμάω».

Ζήτησα βοήθεια από μία νοσηλεύτρια να ‘ρθει να με βοηθήσει να κάνουμε μία αλλαγή στο τραύμα αλλά μου απάντησε ότι σιχαίνεται να μπει «εκεί μέσα». Τηλεφώνησα στον Γιώργο να ‘ρθει να με βοηθήσει από το σπίτι του να κάνουμε δυο μας την αλλαγή, όπως και έγινε.

«-Πάμε στην Αθήνα γιατρέ. Θέλω να φύγω από δω».

Ψάξαμε να βρούμε λίγο κουράγιο και μία καθαρή νυχτικιά να της δώσουμε. Δεν βρήκαμε τίποτα απ’ τα δύο (ο Χρήστος είχε βάλει τα ρούχα βρεγμένα στην βαλίτζα και είχαν σαπίσει). Της δώσαμε να φορέσει μία χάρτινη στολή χειρουργείου, της αλλάξαμε σεντόνια, την καληνυχτίσαμε και φύγαμε με την υπόσχεση να την επισκεφτούμε ξανά αύριο.

Ήρθε το αύριο, αλλά δυστυχώς ήταν σαν το σήμερα. Την επισκέφθηκα με την Παναγιώτα, μία φίλη μου και την βρήκαμε ξανά στο κρεβάτι της, με την πληγή ακάλυπτη, το αίμα να στάζει στο λαιμό της, και χωρίς να έχει γίνει αλλαγή στο τραύμα. Αυτή τη φορά επιστράτευσα την Παναγιώτα να με βοηθήσει. Της έδωσα γάντια και της έδινα οδηγίες πώς να με βοηθήσει. Η νοσηλεύτρια που κάλυπτε την σημερινή βάρδια δεν μπορούσε να βοηθήσει γιατί «είχε να προετοιμάσει ένα επείγον χειρουργείο». Αφού τελείωσε η αλλαγή βέβαια, την βρήκα να μιλάει ακατάπαυστα στο τηλέφωνο. Μάλλον έδινε οδηγίες στους χειρουργούς πως να ετοιμάσουν το χειρουργείο. Της στρώσαμε καθαρά σεντόνια και της έδωσα να φορέσει την καινούρια νυχτικιά που έστειλα την μάνα μου να αγοράσει μαζί με ένα ζευγάρι παντόφλες και ένα μαξιλάρι. Την ρώτησα αν ήθελε κάτι να φάει και βγήκα μαζί με την Παναγιώτα να κάνουμε ένα τσιγάρο στο προαύλιο.

«-Ένα χυμό γιατρέ».

Ξαναγυρίσαμε στο δωμάτιο μετά από λίγο με 3 είδη χυμών και μια σοκολάτα από το περίπτερο. Μόνο η ανθοδέσμη έλειπε για να ολοκληρωθεί το εθιμοτυπικό της επίσκεψης σκέφτηκα, αλλά και πάλι δεν ήμουν σίγουρος αν το νοσοκομείο διέθετε ανθοδοχεία. Η Βαγγελιώ έπιασε την σοκολάτα σφιχτά και με τα δυο της χέρια, ξετύλιξε με αδέξιες κινήσεις την χάρτινη συσκευασία και την πέταξε στο πάτωμα. Έβαλε στο στόμα της τη σοκολάτα, δάγκωσε ένα μικρό κομμάτι και άρχισε να το πιπιλάει αργά μέχρι να λιώσει. Με το κεφάλι της σκυμμένο, κοιτούσε μια εμάς μια την σοκολάτα, σαν μικρό παιδί που του χάρισαν κάτι χωρίς να ξέρει για ποιο λόγο και φοβόταν μήπως του το πάρουν πάλι πίσω. Συνέχισε να τρώει αργά και αδέξια λερώνοντας με λιωμένη σοκολάτα το στόμα της, τα χέρια της και τα καθαρά λευκά σεντόνια που μόλις είχαμε στρώσει. Προσπάθησα να της πω να τρώει πιο προσεκτικά αλλά δεν τα κατάφερα. Την κοιτούσα ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με τις καινούριες πυτζάμες, το μεγάλο μαξιλάρι, την πληγή της περιποιημένη και καλυμμένη με γάζες, το σεντόνι με χαρούμενους σοκολατί λεκέδες, να μου χαμογελάει με το γεμάτο σοκολάτα στόμα της και δεν είπα τίποτα.

«-Αυτή είναι η γυναίκα σου γιατρέ;» ρώτησε σπάζοντας την σιωπή.
«-Όχι Βαγγελιώ, είναι η φίλη μου η Παναγιώτα. Ήρθε για να σε γνωρίσει.»
«-Γιατρέ, στο γάμο σου θα το κάψουμε.»
«-Έχουμε καιρό για αυτά Βαγγελιώ. Να πάμε στην Αθήνα, να γίνεις καλά και μετά.»
«-Θα μείνω πολύ καιρό εδώ μέσα;»
«-Όσο χρειαστεί για να γίνεις καλά.»
«-Θέλω να πάω σπίτι μου να γιορτάσω τον άντρα μου.» είπε, υπενθυμίζοντας μου ότι σε λίγες μέρες πλησίαζαν τα Χριστούγεννα.
«-Σημασία έχει να γίνεις καλά. Τον Χρήστο θα τον γιορτάσεις του χρόνου και όλα τα χρόνια που θα ‘ρθουν.» απάντησα και αυτή με κοίταξε χωρίς να μιλήσει.

Αδιέξοδο

Την επόμενη, με πληροφόρησαν από το νοσοκομείο ότι θα έδιωχναν την Βαγγελιώ ξανά για το σπίτι της χωρίς γραπτό εξιτήριο διότι σύμφωνα με τον διευθυντή της Παθολογικής, δεν μπορούσε να δοθεί υπογεγραμμένο αφού ούτως ή άλλως δεν εισήχθη στην κλινική του κανονικά ως παθολογικό περιστατικό αλλά επειδή του ζητήθηκε από τον διοικητή. Εν ολίγοις, η Βαγγελιώ δεν είχε εισιτήριο, δεν είχε οδηγίες, δεν θα είχε εξιτήριο. Σαν να μην εισήχθη ποτέ. Κι ας είχε νοσηλευτεί εκεί ήδη τέσσερεις φορές. Όχι ότι πρακτικά νοσηλεύτηκε ποτέ δηλαδή, αλλά αν ποτέ κανείς αναζητούσε στο μέλλον φακέλους, έγγραφα, στοιχεία για την εισαγωγή της, την πορεία της νόσου και την αντιμετώπισή της, δεν θα έβρισκε τίποτα. Πονηρός ο βλάχος ή μάλλον χαζοί όλοι οι άλλοι. Όταν επέμεινα να μου δώσει ένα γραπτό εξιτήριο με διάγνωση, αντιμετώπιση και οδηγίες, με ρώτησε αν γνωρίζω ποιος είναι και όταν του απάντησα πως είναι ο διευθυντής της παθολογικής, μου είπε:

«-Εσύ αγροτικός, εγώ διευθυντής, ίσοι γίναμε όλοι».

Πήγα στον διοικητή να του αναφέρω πως η κατάσταση της δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από αγροτικούς ιατρούς και αυτός συμπονετικά μου είπε πως το γνωρίζει αλλά δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο. Τι συμπονετικός άνθρωπος παραλίγο να σκεφτώ. Μου ζήτησε και συγγνώμη διότι δεν θα πληρωθούμε τις εφημερίες του Νοέμβρη, επειδή είχαν τελειώσει τα λεφτά του νοσοκομείου. Πήγα να βρω την Βαγγελιώ να της πω ότι θα πάμε σπίτι.

Τα νέα ταξίδεψαν πριν από μας στο χωριό όπου η ιστορία είχε πάρει κωμικοτραγικές διαστάσεις πλέον και με την άφιξη μου εκεί έπρεπε να αντιμετωπίσω τους τρομοκρατημένους κατοίκους που είχαν ξεσηκωθεί στο κέντρο υγείας γιατί φοβόταν ότι θα κολλήσουν «το μικρόβιο». Μεσαιωνικές καταστάσεις με μένα να τους «διαφωτίζω» ότι δεν κινδυνεύουν εφόσον τηρηθούν σωστοί κανόνες υγιεινής. Μαθήματα «Κοινωνικής υγιεινής για αρχάριους» στον φαρμακοποιό, τους γείτονες, σε μητέρες και σε όσους με έβρισκαν στον δρόμο. Μέχρι και ιατρική έκθεση στο Αστυνομικό τμήμα μετά από καταγγελία, μου ζητήθηκε και συνέταξα για να τους διαβεβαιώσω πως δεν πρόκειται για επιδημική νόσο.

Έκανα ένα τηλεφώνημα στο υπουργείο να αναφέρω την ιστορία ή το «ιατρικό ιστορικό» , όπως θέλετε πέστε το, αλλά μου ζητήθηκε να στείλω εγγράφως μία επώνυμη καταγγελία για να διαλευκάνουν την υπόθεση. Σαν απειλή μου ακούστηκε όλο αυτό. Όταν ξαναπήρα τηλέφωνο, το σήκωσε ένας συνάδελφος, περιέργως διορισμένος στο υπουργείο, ο οποίος είχε κάνει το αγροτικό του στο δικό μας Κέντρο υγείας και μου είπε πως θα επικοινωνήσει αυτός με τον διευθυντή, αποκαλώντας τον με το μικρό του όνομα, μιας και τον ήξερε. Πρέπει να επικοινώνησε μαζί του καθώς την επομένη μέρα, ο διευθυντής με ρώτησε αν πήρα τηλέφωνο το υπουργείο, και τι γίνεται με την υπόθεση της Βαγγελιώς και να πάρω στην Αθήνα να επισπεύσω το χειρουργείο. Και αποχώρησε, ως συνήθως.

Παραμερίζοντας όση αξιοπρέπεια μου είχε απομείνει, προσπάθησα να βρω μια τελευταία διέξοδο από το τούνελ που είχε υψωθεί πάνω μου. Σήκωσα το τηλέφωνο και πήρα ότι τηλεοπτικό κανάλι θυμόμουν ότι φιλοξενούσε εκπομπές «κοινωνικού περιεχομένου».
«-Αν η ιστορία σας δεν έχει να κάνει με παράνομες διαδικασίες δεν μπορούμε να την παρουσιάσουμε. Δεν μπορούμε εμείς να μεσολαβήσουμε για να εισαχθεί σε νοσοκομείο.»

Εκείνη την δεδομένη χρονική στιγμή το μυαλό μου σταμάτησε να σκέφτεται και άρχισε να μου παίζει περίεργα παιχνίδια. Βρισκόμουν σε ένα λαβύρινθο με κλειστές πόρτες, με την Βαγγελιώ δίπλα μου, λερωμένη με σοκολάτα, να φοράει τις καθαρές πυτζάμες της, να κρατά το μαξιλάρι της αγκαλιά, με την πληγή της να αιμορραγεί και να μου κρατά το χέρι. Πίσω μας έτρεχαν εξαγριωμένες οι μανάδες του χωριού, με τα παιδιά αγκαλιά, οι νοσηλευτές του κέντρου υγείας και οι συνάδελφοι να μας κυνηγάνε και εγώ λαχανιασμένος να ανοίγω μία μία τις πόρτες για να βγούμε. Και σε καθεμία που άνοιγα να μου φράζουν την δίοδο. Ο διευθυντής, οι παθολόγοι, οι χειρουργοί, ο διοικητής, η αστυνομία, ο δήμαρχος, το υπουργείο, τα κανάλια. Μήπως η Βαγγελιώ πρέπει να μείνει σπίτι της και να περιμένει το χειρουργεί; Μήπως τελικά όντως δεν χρήζει νοσοκομειακής φροντίδας; Και αν νοσηλευτεί θα της κάνει καλό να μένει σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου για 1 μήνα στην κατάστασή της; Και αν είναι έτσι γιατί οι γείτονες δεν την θέλουν; Μήπως κινδυνεύουν στ’ αλήθεια; Και εγώ τι κάνω; Πασχίζω όντως για το καλό της ή υποσυνείδητα την εκμεταλλεύομαι για να αυτό-επιβεβαιωθώ;

Στο κελί – Η αναχώρηση

Ετοίμασα μια πιατέλα με μελομακάρονα, πήρα την Παναγιώτα μαζί μου πήγαμε σπίτι της να δω πως είναι. Στη διαδρομή μετρούσαμε μέρες. 6 και σήμερα να κλείσει ο μήνας.

Θα ζήσει;

«-Θα πεθάνει Κώστα, δεν θα αντέξει. Κάνε κάτι!» μου ‘λεγε η νονά της στο τηλέφωνο.

Τρεις μέρες αργότερα κάλεσε το ΕΚΑΒ για να την στείλει ξανά στο νοσοκομείο. Το ΕΚΑΒ ήρθε, την πήρε και την διεκόμισε στο νοσοκομείο. Για πέμπτη φορά. Τηλεφώνησα στον διοικητή, ο οποίος ήταν σε σύσκεψη, και ανέφερα στην γραμματέα του ότι η Βαγγελιώ είναι καθοδόν προς το νοσοκομείο και πως έχει ενημερωθεί το υπουργείο για την κατάσταση της περιθάλψεως της, οπότε καλό θα ήταν να μην διωχθεί ξανά.

Πάλι καλά, το τηλεφώνημα έπιασε τόπο και όπως με ενημέρωσαν αργότερα την βάλανε στο «κελί». Ρε σεις, δεν υπάρχουν φυλακές εδώ γύρω. Που την πήγε ο άλλος; Α, δεν το ήξερα. Κελί ονομάζουν στο εν λόγω νοσοκομείο ένα ειδικά διαμορφωμένο δωμάτιο για ασθενείς με νόσο των πτηνών και γενικά μολυσματικές ασθένειες. Να χει και σιδεριές και δεσμοφύλακα άραγε; Στο κελί λοιπόν. Από το ένα στο άλλο.

Έμεινε η Βαγγελιώ στο «κελί» 3 ημέρες μέχρι να εκτίσει την ποινή της και συμπληρωθεί ο μήνας. Κατηγορίες δεν απαγγέλθηκαν αλλά φθηνά την γλίτωσε με τέτοιο κακούργημα σκέφτηκα. 54 χρόνια ενοχλητικής παρουσίας και διατάραξης της δημόσιας ομορφιάς και την έβγαλε καθαρή με 3 μέρες. Την τέταρτη μέρα το πρωί μία φράση στροβίλιζε στο μυαλό μου. Πρέπει να πάει Αθήνα. Πρέπει. Παρατάω ότι δουλειά έχω, κάθομαι στο γραφείο, παίρνω βαθιά ανάσα και σηκώνω το ακουστικό. Πάλι καλά που είχα προνοήσει 1 μήνα πριν και είχα παρακαλέσει να μου περάσουν στο αγροτικό ιατρείο μια τηλεφωνική γραμμή dublex από το δασαρχείο που συστεγαζόταν δίπλα. Μέχρι τότε, έπρεπε να τρέχω μέχρι το καφενείο στη γωνία, για να τηλεφωνήσω για οτιδήποτε χρειαζόμουν. Σχηματίζω το νούμερο.

Τηλεφώνημα πρώτο.

Στον χειρουργό. Του εξηγώ την κατάσταση και πως τα περιθώρια στενεύουν πια.

«-Δεν γίνεται να ξαναγυρίσει στο χωριό, θα πεθάνει.»
«-Εντάξει συνάδελφε, στείλ’ την να κάνει εισαγωγή εδώ μέχρι να την χειρουργήσουμε.»

Τηλεφώνημα δεύτερο.

Στο ΕΚΑΒ. Ζητάω να την μεταφέρει ένα ασθενοφόρο.

«-Η ασθενής δεν γίνεται να μεταφερθεί μόνη της στην Αθήνα.»
«-Πρέπει να γίνει συνεννόηση μεταξύ των ιατρών των δύο νοσοκομείων. Να υπάρχει χαρτί διακομιδής, δεν γίνεται να δεσμεύσουμε ασθενοφόρο έτσι, διαφορετικά είναι παράνομο, που θα πάμε, ποιος θα μας περιμένει;»

Πρέπει να βρω χαρτί διακομιδής.

Τηλεφώνημα τρίτο.

Στη δερματολόγο.

«-Θα πάω εγώ να δω την Βαγγελιώ και θα κανονίσω τα χαρτιά της διακομιδής.»

Επιτέλους!
Μετά από 10 λεπτά χτυπάει το τηλέφωνο.

Τηλεφώνημα τέταρτο.

«-Συνάδελφε, δεν υπάρχει λόγος να μεταφερθεί στην Αθήνα η ασθενής. Να είσαι καλά. Θεωρώ πως το περιστατικό έχει χαθεί πια. Να είσαι καλά.»

Όχι ρε πούστη μου δεν έχει χαθεί. Ξανασηκώνω το τηλέφωνο, τεντώνοντας με όλη μου την δύναμη τα χέρια και τα πόδια μου μήπως και καταφέρω να κάνω με επιτυχία τον μεσάζοντα της επικοινωνίας του Γενικού Νομαρχιακού Νοσοκομείου με το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Α. Συγγρός από το περιφερειακό ιατρείο του Κέντρου Υγείας στου διαόλου το κέρατο που βρισκόμουν.

Τηλεφώνημα πέμπτο.

Στον χειρουργό.

«-Δεν μας απασχολεί η γνώμη μιας γιατρουδάκου. Να στείλεις την ασθενή εδώ.»
Μου δίνει το όνομα και το τηλέφωνο του ιατρού που θα την παραλάβει. Πρέπει να βρω ασθενοφόρο. Δεν έχω χαρτί διακομιδής.

Τηλεφώνημα έκτο.

Στον διοικητή. Συνομιλώ με την γραμματέα του.

«-Χρειάζομαι ένα ασθενοφόρο για να μεταφερθεί η ασθενής στο Συγγρός. Αλλιώς θα μείνει εκεί.»

15 λεπτά αργότερα ξαναχτυπάει το τηλέφωνο.

Τηλεφώνημα έβδομο.

Από την άλλη γραμμή ακούγεται μια γυναίκα, η οποία μου συστήνεται με τον τίτλο της. Της εξηγώ πως προσπαθώ να κανονίσω την διακομιδή της ασθενούς αλλά υπάρχουν διαδικαστικά προβλήματα και πως μάλλον θα γίνει την αυριανή μέρα.

«-Εμείς θέλουμε να φύγει σήμερα, θα το κανονίσουμε.»

5 λεπτά αργότερα το τηλέφωνο ξαναχτυπάει.

Τηλεφώνημα όγδοο.

«-Όλα είναι εντάξει. Από μας θα φύγει. Γράψε το τηλέφωνο του οδηγού του ασθενοφόρου να επικοινωνήσεις μαζί του να του πεις που να την πάει.»

Τηλεφώνημα ένατο.

Στο Συγγρός. Ενημερώνω ότι η ασθενής ξεκινάει από Αγρίνιο και ενημερώνομαι για το ποιά κλινική θα την δεχτεί και ποιός θα την περιμένει.

Τηλεφώνημα δέκατο.

Στον οδηγό. Τον ενημερώνω που να την μεταφέρει, ποιος θα τον περιμένει και του δίνω το κινητό μου σε περίπτωση που χρειαστεί οτιδήποτε.

«-Καλό ταξίδι»

Εγώ είμαι

Έτσι αναχώρησε η Βαγγελιώ από το νομαρχιακό νοσοκομείο για πέμπτη φορά μέσα σε λίγους μήνες, αυτή τη φορά με διαφορετικό προορισμό.

Δεν ξέρω σε ποια άλλη χώρα η διακομιδή ενός ασθενούς από ένα νοσοκομείο δευτεροβάθμιας περίθαλψης προς ένα νοσοκομείο τριτοβάθμιας περίθαλψης γίνεται αποκλειστικά και μόνο μέσω ενός άγονου περιφερειακού ιατρείου σε ένα ορεινό χωριό αλλά εκείνη την στιγμή ένιωσα τόσο πανίσχυρος και τόσο αδύναμος ταυτόχρονα. Πανίσχυρος γιατί κατάφερα από το μικρό δωμάτιο του άγονου ορεινού ιατρείου μου με 5 καρέκλες, ένα κρεβάτι και ένα γραφείο, να οργανώσω μόνος μου, μία επιχείρηση διακομιδής από ένα μεγάλο νοσοκομείο σε ένα μεγαλύτερο παραμερίζοντας την γραφειοκρατία, την απραξία, την αδιαφορία, την ανικανότητα ενός ολόκληρου συστήματος περίθαλψης να παράσχει σε έναν ασθενή φροντίδα. Αδύναμος γιατί ένιωθα τόσο μόνος και άοπλος απέναντι σε όλους αυτούς που με τον τσαμπουκά τους και την συνενοχή των αρχών που ήξεραν αλλά γύρισαν την πλάτη, εμπόδισαν μία γυναίκα αδύναμη, χαμηλής ευφυΐας, καρκινοπαθή να έχει τα αυτονόητα. Από τον πρώτο ιατρό που είδε τον καρκίνο στο κεφάλι της πριν 6 μήνες και εσκεμμένα λόγω της κατάστασής της «διέγνωσε» κάκωση, μέχρι τον τελευταίο νοσηλευτή που απλά σιχάθηκε να την περιθάλψει.

Η Βαγγελιώ έκανε εισαγωγή στο Συγγρός, οι μέρες περνούσαν, η κατάστασή της βελτιώθηκε λίγο, και εμείς περιμέναμε το χειρουργείο. Όχι ότι το περιμέναμε και πολλοί δηλαδή. Για τους συγχωριανούς της, το κέντρο υγείας και το νοσοκομείο, η Βαγγελιώ δεν αποτελούσε πλέον πρόβλημα, μιας και επιτέλους και γι' αυτούς και γι' αυτήν, βρισκόταν 400 χιλιόμετρα μακριά τους.

Το πρώτο σαββατοκύριακο πήγα και την επισκέφθηκα. Αυτή τη φορά αγόρασα και μία ανθοδέσμη που της χρωστούσα από την προηγούμενη επίσκεψη μου. Ούτως ή άλλως, απ’ ότι με είχε πληροφορήσει ο Χρήστος και χυμούς και γάλα και φαγητό της προσέφεραν καθημερινά. Είχαν περάσει ήδη 4 μέρες από την εισαγωγή της και την βρήκα περιποιημένη, με καθαρή την πληγή της και με τις νοσηλεύτριες να την αποκαλούν με το μικρό της όνομα. Λες και μπήκα σε μηχανή του χρόνου και βρέθηκα ξαφνικά 50 χρόνια μπροστά. Γιατί να μην μπορούσα να την πάρω τότε από το χέρι, πριν λίγους μήνες, όταν την πρωτογνώρισα, συνεπιβάτη στην ίδια μηχανή και να ταξιδέψουμε ως εδώ;

Την αποχαιρέτησα, έβγαλα από την τσέπη μου ένα μικρό χαρτί, έγραψα το κινητό μου και το έδωσα στο Χρήστο, λέγοντάς του, να με πάρει αμέσως όταν την μεταφέρουν στο νοσοκομείο της Νίκαιας για να χειρουργηθεί και επέστρεψα ξανά στο χωριό.

Οι μέρες εκεί κύλησαν πιο ήρεμα καθώς ένιωθα ότι όλα έπαιρναν τον δρόμο τους σιγά σιγά. Περίεργη αίσθηση αυτή, μοιάζει σαν την ηρεμία που σου αφήνει πολλές φορές η ολοκλήρωση ενός στόχου. Σαν να μην την αντέχεις. Σαν να ζητάς και άλλους στόχους. Και αν είσαι από αυτούς τους δύστυχους που κουβαλάνε τους χειμώνες των άλλων μέσα τους, ξέρεις ότι θα ‘ρθουν κι άλλοι. Ξέρεις ότι ο πρώτος στόχος ήταν μόνο η αρχή. Και δεν τον ξεχνάς ποτέ. Κι ούτε οι άλλοι σε ρωτάνε γι αυτόν. Έρχεται στη μνήμη σου, σαν παλιό τραγουδάκι, όταν τα βρεις σκούρα και συνεχίζεις.

Για την Βαγγελιώ δεν ρώτησε σχεδόν κανένας τις μέρες που ακολούθησαν. Ούτε και εγώ μιλούσα για αυτήν. Περίμενα.

«-Έλα γιατρέ, αύριο το πρωί μας είπαν, θα πάει για χειρουργείο.»

Κλείνω το τηλέφωνο βιαστικά.

«-Μάνα, φεύγω, πάω Αθήνα.»
«-Που πας παιδί μου, έχει νυχτώσει έξω!»
«-Αθήνα!»

Κατεβαίνω τις σκάλες του σπιτιού μου στο χωριό τρέχοντας και μετά από λίγες ώρες ανεβαίνω στον όροφο των χειρουργείων στο νοσοκομείο της Νίκαιας.

«-Γεια σας, είμαι ο αγροτικός γιατρός που…» δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη φράση μου.
«-Εσύ είσαι ο αγροτικός γιατρός που την έφερες! Συγχαρητήρια, παιδί μου, μπράβο σου.»
«-Θέλω να είμαι μέσα στο χειρουργείο.»
«-Ανέβα πάνω να αφήσεις τα πράγματα σου, πλύνε εδώ τα χέρια σου και έλα να σου δώσουμε αποστειρωμένη στολή.»

Με ταχύτητα αστραπής, ανεβαίνω στα αποδυτήρια των ιατρών, αφήνω το μπουφάν μου, φοράω μια πράσινη στολή, κατεβαίνω, πλένω τα χέρια μου και αφήνομαι στα χέρια των νοσηλευτριών να με ντύσουν με την αποστειρωμένη ποδιά, τα γάντια και τα υποπόδια.

Μπαίνω στην αίθουσα χειρουργείου. Ψάχνω να βρω τα μάτια της Βαγγελιώς. Μάταια. Πάνω στο χειρουργικό κρεβάτι είναι ξαπλωμένος ολόγυμνος, μεγαλειώδης, και ολοζώντανος ο Ακανθοκυτταρικός. Το βλέμμα του ανήσυχο, γυρνάει στο χώρο σαν να ψάχνει κάποιον να βρει. Κάνω ένα βήμα μπροστά. Οι ματιές μας συναντιούνται. Με κοιτά διαπεραστικά, με όλο του το μίσος και με ρωτάει:

«-Εσύ είσαι ο αγροτικός γιατρός που…» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του.
«-Εγώ είμαι!»

Νυστέρια, λαβίδες, διαθερμίες γάζες και ένα ηλεκτρικό πριόνι εναλλάσσονται με τη σειρά πάνω στο κεφάλι της Βαγγελιώς για να αποκολλήσουν και τα τελευταία, πιο βαθιά ριζωμένα υπολείμματα του όγκου, που είχαν διεισδύσει στο κρανίο της.

«-Συνάδελφε, βλέπεις από κει που στέκεσαι; Πλησίασε πιο κοντά» ακούω να μου λένε.

Πάνω σε ένα πράσινο χειρουργικό πεδίο τοποθετούνται λίγα λίγα τα κομμάτια μιας σχέσης ζωής. Ο καθένας από τους δύο κράτησε ότι μπορούσε. Τελευταία απώλεια για την Βαγγελιώ, το αυτί της.

Όταν πια μπήκαν και οι τελευταίες υπογραφές στο διαζύγιο, ξεκίνησε η διαδικασία της επούλωσης των πληγών. Τσιμέντο υγρό, επιθέματα αποστειρωμένα, και επίδεσμοι προσπάθησαν να ξαναχτίσουν πάνω στα απομεινάρια του αποχωρισμού, όλα αυτά που απωλέσθηκαν. Το οστό, το δέρμα, το κεφάλι, τον χρόνο που χάθηκε.

Κοίταξα το ρολόι μου. Μία ώρα διήρκησε το χειρουργείο. Στη συνέχεια η Βαγγελιώ, μεταφέρθηκε στον θάλαμο της και δόθηκαν οδηγίες για την νοσηλεία της στο νοσηλευτικό προσωπικό.

Βγήκα έξω από την αίθουσα χειρουργείου, ανέβηκα στα αποδυτήρια να ντυθώ και κατέβηκα στον θάλαμο της. Ήταν εκεί, κοιμισμένη ακόμα, με το κεφάλι της καλυμμένο με επίδεσμο και τα χέρια της με ορούς.

Συνειδητοποίησα ότι για πρώτη φορά έβλεπα το σχήμα του κεφαλιού της. Για πρώτη φορά έβλεπα αυτήν χωρίς τον καρκίνο της. Για πρώτη φορά μου φάνηκε όμορφη.

Η ομορφιά

Φόρεσα βιαστικά το τζην μου, ένα πουκάμισο και τα καλά μου παπούτσια. Άνοιξα την ντουλάπα μου, έβγαλα από μέσα το σακάκι που είχα για γιορτινές εκδηλώσεις, το φόρεσα και μπήκα στο αμάξι. Κοίταξα το ρολόι μου, άνοιξα το ράδιο να παίζει Δεύτερο Πρόγραμμα και ξεκίνησα. Στη διαδρομή χαζεύω τα πορτοκαλί φύλλα των δέντρων που είναι έτοιμα να πέσουν με το πρώτο φύσημα του αέρα. Έχει συννεφιά και χωρίς την παρουσία του ήλιου, όλα τα χρώματα λάμπουν περισσότερο, σκέφτομαι. Μετά από μισή ώρα, βρίσκομαι πριν την τελευταία στροφή για το σπίτι της. Πατάω φρένο. Απέναντι μου, βλέπω την νεκροφόρα που έχει ήδη ξεκινήσει.

«-Τελείωσε γιατρέ. Πέθανε.» αντηχεί από χθες στ’ αυτιά μου η φωνή της νονάς της.
«-Μα πριν 3 μέρες χειρουργ…»
«-Μόλις μίλησα με τον Χρήστο. Θα την φέρουν το βράδυ στο χωριό και αύριο θα γίνει η κηδεία. Τελείωσε.»

Πίσω από την νεκροφόρα, ακολουθούν πεζοί ο Χρήστος, η νονά της και καμιά δεκαριά άτομα ακόμα όλα και όλα, που δεν γνωρίζω. Κάνω αναστροφή, και κατευθύνομαι προς την εκκλησία. Παρκάρω στο προαύλιο και ανάβω τσιγάρο χωρίς να βγω απ τ’ αμάξι. Είναι όλοι τους εκεί. Ο Δήμαρχος, οι καθαρίστριες απ το κέντρο υγείας, οι γειτόνισσες και οι συγχωριανοί της. Όλοι ντυμένοι επίσημα.

Παλιότερα, δεν καταλάβαινα γιατί πρέπει στις κηδείες να φοράμε τα καλά μας. Μετά συνειδητοποίησα ότι με αυτόν τον τρόπο, τιμάς τον νεκρό. Πλέον, νομίζω ότι, οι κηδείες πρέπει να γίνονται με face control. Αυστηρό έλεγχο στην είσοδο. Ποιος έρχεται και γιατί.

Μετά από λίγο, έφτασε η νεκροφόρα και η σωρός μεταφέρθηκε μέσα στην εκκλησία, μπροστά από το Ιερό, ανάμεσα δυο μεγάλες ανθοστήλες. Η κηδεία έγινε με έξοδα του Δημάρχου με πληροφόρησαν. Βγήκα από το αμάξι, περπάτησα αργά αργά και μπήκα στην εκκλησία. Άναψα 3 κεριά, όπως κάνω πάντα. Ένα για τον νεκρό, ένα για μένα και ένα για όλους αυτούς που μας περιμένουν.

Γύρω από τη σωρό ήταν καθισμένοι ο Χρήστος και τα λίγα άτομα που την συνόδεψαν πεζοί στην εκκλησία. Μακρινοί συγγενείς της, μου είπαν. Πήρα το βλέμμα μου από πάνω τους και στάθηκα πιο πίσω, δίπλα σε μια κολώνα, περιμένοντας να τελειώσει η λειτουργία. Έφερα στη μνήμη μου στιγμές, από όλα όσα πέρασα μαζί της τους τελευταίους αυτούς μήνες, από εκείνο το πρωινό που την γνώρισα μέχρι σήμερα, όπως κάνουν, φαντάζομαι όλοι οι άνθρωποι στις κηδείες.

Την σωρό δεν την κοίταξα. Φοβήθηκα. Όχι το θάνατο αλλά την αλήθεια. Πως θα ήταν η Βαγγελιώ χωρίς τον καρκίνο, χωρίς τον Χρήστο, χωρίς τους συγχωριανούς της, χωρίς εμάς, χωρίς τη ζωή της. Πως θα ήταν η Βαγγελιώ στ’ αληθινά.

Στο «Δι’ ευχών» δεν ευχήθηκα ούτε συλλυπήθηκα κανέναν. Βγήκα από την εκκλησία και μπήκα στο αμάξι μου. Περίμενα να ξεκινήσει η νεκροφόρα πρώτα και μετά ακολούθησα. Το νεκροταφείο ήταν 2 χιλιόμετρα μακριά. Στη διαδρομή χάζευα τα πορτοκαλί φύλλα που είχαν πέσει στο χώμα, αφήνοντας τα κλαδιά των δέντρων γυμνά. Έχει ακόμα συννεφιά, σκέφτηκα.

Σταμάτησα το αυτοκίνητο δίπλα στα δύο ταξί που είχαν μεταφέρει την νονά της, τον Χρήστο και τους λίγους συγγενείς. Αφού περίμενα να μεταφερθεί η σωρός πρώτα και να προχωρήσουν οι υπόλοιποι μπροστά, πήρα στο χέρι μου τα λουλούδια από τη θέση του συνοδηγού και βγήκα από τ’ αμάξι.

Προχώρησα αργά αργά, κοντοστάθηκα σε απόσταση λίγων μέτρων από τον ανοιχτό τάφο για λίγο και μετά ξαναπροχώρησα. Έπρεπε να την αποχαιρετήσω.

Εκεί, κάτω από τον ήχο της νεκρώσιμου ψαλμωδίας, δίπλα στην μυρωδιά του λιβανιού που καίγεται, ανάμεσα σε λευκά γαρύφαλλα και κρίνα, αντίκρισα το πρόσωπο της. Ήρεμη, με κλειστά μάτια και λουλούδια στα μαλλιά της, με αρυτίδωτο πρόσωπο, βυθισμένη σε γαλήνιο ύπνο, να αναπαύεται.

«-Είναι όμορφη!» ψιθύρισα έκπληκτος.
«-Δεν έχεις ακούσει πως όταν γαληνεύει η ψυχή του ανθρώπου, γίνεται όμορφος;» απάντησε η νονά της.
«-Είναι όμορφη!» είπα ξανά βουρκωμένος.

Έσκυψα και άφησα πλάι της ένα λουλούδι, ευγνωμονώντας την για αυτή την μικρή, απρόσμενη και αλησμόνητη στιγμή ομορφιάς.

9 σχόλια:

hasapi grammata είπε...

stous agapimenous mou blogger stelnw tin agapi mou kai xronia polla

konstantinos είπε...

Έβλεπα το κείμενο να έχει επικές διαστάσεις και καθυστερούσα την ανάγνωσή του.
Κυριακή μεσημέρι, επιστρέφοντας από ιδιαίτερο και περιμένοντας να έρθει η ώρα για ένα εξ αναβολής μάθημα, αποφάσισα να διαβάσω τις πρώτες γραμμές.
Ε, το διάβασα όλο ασκαρδαμυκτί και εντυπωσιάστηκα από την ιστορία και την αφήγησή της!
Λυπητερή βέβαια και σκληρή, μα αληθινή κι ενδεικτική της κακίας και της αδιαφορίας αλλά και της καλοσύνης και της στοργής που μπορεί να συναντήσει κανείς στη ζωή του.
Κουράγιο και καλή συνέχεια στα ιατρικά σου!

tsok είπε...

τί να σου πω ρε φίλε...
σου εύχομαι να διατηρήσεις εσαεί την αγάπη και το ενδιαφέρον σου για τους ασθενείς σου, να βλέπεις πέρα από οσμές, πληγές, οιδήματα και κακώσεις. Να βλέπεις τις ψυχές τους και να τιμάς καθημερινά το ρημάδι τον όρκο που έδωσες βγαίνοντας από τη σχολή.
Όσο για τη βαγγελιώ μόνο καλό κατευώδιο μπορώ να ευχηθώ και όπου πάει να βρει κι άλλους να εκτιμήσουν την ομορφιά της.
Με συγκίνησες βαθιά...

D.Angel είπε...

Συγχαρητήρια για το μεγαλείο της ψυχής σου!!!

Ανώνυμος είπε...

Απιστευτο και ομως τοσο γνωριμο...
Κριμα που οι τοσες αλλες ΄΄Ευαγγελιες΄΄ δεν ειχαν την τυχη να σε γνωρισουν.
Μπραβο σου και καλο της ταξιδι...

Ανώνυμος είπε...

1.gamw to kratos...kai ta plirwmena skoulikia pou adiaforoun nomizwntas oti mono aytoi exoune dikaiwma stin zwh..pinwntas tin zwh tin dikia mas...koufales!!!!!!
2.ena megalo mpravo sou..pou einai oti poio ligo pou mporei na sou pei kapoios se mia koinwnia pou o kathenas kruvete pisw apo mia pseutiki maska ..fovontas mipws kolisei to mikrovio tis (asximias)
exoune sinithisei mono tin omorfia...kalo kouragio sou euxomai na eisai panta etsi..kai na ksereis oti eimaste poloi enantia sto kratos dolofwnwn!!!
3.kalo taksidi stin eyaggelia.....

Ανώνυμος είπε...

Μ Π Ρ Α Β Ο_ Σ Ο Υ ! Δεν υπαρχουν ανθρωποι σαν και σενα! με εκανες να δω καποια πραγματα διαφορετικα.αυτα ειναι τα πραγματικα προβληματα, οχι αυτα με τα οποια ασχολουμαστε εμεις... αν ισχυει αυτο που λενε οτι αυτοι που φευγουν μας βλεπουν απο ψηλα τοτε η βαγγελιω σιγουρα ειναι ο φυλακας αγγελος σου! να σαι παντα καλα! με σαβασμο

Ανώνυμος είπε...

Συγχαρητήρια σε αυτούς που σου έμαθαν τι θα πει ΣΥΜΠΟΝΟΙΑ. Συγχαρητήρια και σε σένα που την εφαρμόζεις στην πράξη.

Ανώνυμος είπε...

Λυπαμαι πραγματικα για ολα αυτα που εγιναν.Και λυπαμαι πιο πολυ τη Βαγγελιω που δεν επεζησε,και που τοσοι ανθρωποι την αγνωισαν λογο του εγωισμου τους και την "ανωτερωτητα" τους.Εκανες οτι περνουσε απο το χερι σου,και αυτο αξιζει καθε θαυμασμο και σεβασμο.Ευχαριστω το Θεο που ακομα υπαρχουν ανθρωποι σαν εσενα,που νοιαζονται και κοιτουν περα απο το συμφερον τους.Ο Θεος να σε ευλογει.Η Βαγγελιω ειναι πολυ τυχερη που ησουν μαζι της,οπως και οι συναδελφοι σου στο χωριο,τους τελευταιους μηνες,παλευοντας μαζι της.