Πέμπτη 26 Ιουνίου 2008

Καθρέφτης


Η επίμονη ηλιαχτίδα κατάφερε τελικά, μετά από 3 ώρες προσπάθειας και αντανακλάσεων, να περάσει μέσα από την μικρή σχισμή που άφηνε να δημιουργηθεί το μισόκλειστο αλουμινένιο παραθυρόφυλλο. Διαπέρασε το λεπτό δέρμα των βλεφάρων του, εισήλθε στην μικρή τρύπα της κόρης των ματιών του, προσπέρασε το οπτικό χίασμα και τους υπόλοιπους ανατομικούς σχηματισμούς του εγκεφάλου του και ακούμπησε σαν ηλεκτρικό ρεύμα την περιοχή της αφύπνισης.

Η τελευταία, με την σειρά της, σημάδεψε προς τον στόχο της και με ακρίβεια έμπειρου «στοχαστή» κατάφερε να τον πετύχει, ανάμεσα σε χιλιάδες νευρικά κύτταρα, καμουφλαρισμένο με 5 γράμματα.

Το μυαλό του, ξεκίνησε να δρομολογεί την πρώτη συνειδητή σκέψη της ημέρας και το συναίσθημα από πίσω ως συνήθως, προσπαθούσε βιαστικά να αισθανθεί ότι προλάβαινε, προτού η δεύτερη σκέψη αρχίσει να εκκολάπτεται. Την μυρωδιά των σεντονιών, την υφή του μαξιλαριού, την θερμοκρασία του σώματός του, την ένταση της αγκαλιάς του.

«12 μείον 9 ίσον 15, μείον 5 η δουλειά ίσον 10, μείον 4 φαγητό, ύπνος, ειδήσεις, μετρό, ίσον 6, μείον 3 διαδίκτυο και διάβασμα ίσον 3. Πρέπει να κανονίσω έναν τρίωρο καφέ» ολοκλήρωσε με ταχύτητα πρόωρης εκσπερμάτισης τη σκέψη του, πιτσιλώντας τα σεντόνια, το μαξιλάρι, το σώμα, την αγκαλιά και το συναίσθημα. «Πρέπει, αλλιώς την γάμησα».

«Πρωί» και «πρέπει», και 2 «π» ήταν ήδη αρκετά για να κινητοποιήσουν το σώμα του να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι βιαστικά και να κατευθυνθεί προς την κουζίνα. Έκανε μονάχα μια μικρή στάση στην πόρτα του υπνοδωματίου, για να δώσει τον απαιτούμενο χρόνο σ’ αυτόν που είχε αφήσει στο κρεβάτι, να σηκωθεί και να τον ακολουθήσει, για να πάρουν μαζί πρωινό.

Όσο καταπιεστικός και αν ήταν στις σχέσεις του, υπήρχαν μερικές στιγμές της ημέρας που κατάφερνε να τιθασεύσει τον αυταρχισμό του και να δείχνει με έναν αυθόρμητο, σχεδόν παιδικό, τρόπο την αγάπη του προς τον σύντροφό του. Η ώρα που ξάπλωναν μαζί στο κρεβάτι όπου μιλούσαν χαμηλόφωνα μέχρι να τους πάρει ο ύπνος αγκαλιά, τα απογεύματα όταν είχε ελεύθερο χρόνο και δεν είχε κανονίσει κάποιον καφέ όπου βρισκόντουσαν στα κλεφτά για 2-3 ώρες ή λίγο πριν την δουλειά, όπως τώρα, που έπαιρναν μαζί πρωινό.

Τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας παρέμενε φυσικά πιστός στις αρχές του, που ήθελαν αυτόν κυρίαρχο της σχέσης και το έτερον του ήμισυ να παραμένει μέσα στο σπίτι, να υπομένει την μοναξιά του και να περιμένει αυτές τις λίγες ώρες που θα του έδειχνε την προσοχή του.

Έφτιαξε τον συνηθισμένο καφέ που έπινε πάντα, πικρό και δυνατό, και τον περίμενε να έρθει για να πιουν μαζί την πρώτη γουλιά. Μετά από 1 λεπτό αναμονής, έπιασε τον εαυτό του να αισθάνεται ένα μικρό αίσθημα ενόχλησης καθώς δεν είχε συνηθίσει ή δεν είχε συνειδητοποιήσει μέχρι τώρα ότι τον ενοχλούσε, να πίνει τον καφέ του μόνος.

«Ίσως δεν έχει όρεξη να πιεί καφέ σήμερα, ίσως πάλι, το πιθανότερο, σηκώθηκε νωρίτερα και δεν τον κατάλαβα» σκέφτηκε προσπαθώντας να τον δικαιολογήσει αφενός και να καλμάρει την ενόχλησή του αφετέρου.

Το αισθητήριο της όσφρησης του άρχισε να διεγείρεται στην μυρωδιά του ζεστού καφέ αλλά πνίγηκε χωρίς να προλάβει να ολοκληρώσει, από την πρώτη γουλιά που κατέβηκε ορμητικά από το στόμα του στον οισοφάγο.

Η επόμενη γουλιά καφέ που έβαλε στο στόμα του, τον βρήκε όρθιο να διερευνά τον χώρο της κουζίνας, ενώ με την άφιξή της στο στομάχι του, στεκόταν ήδη μπροστά από την ανοιχτή πόρτα του μπάνιου. «Ούτε εδώ είναι» σκέφτηκε και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι.

Βρήκε μπροστά του το παντελόνι, το πουκάμισο και τα παπούτσια που είχε παρατήσει εκεί, χθες, πριν ξαπλώσει στον καναπέ για να παρακολουθήσει τις ειδήσεις. Εκείνος πουθενά. Έδωσε λίγη τροφή στις αισθήσεις του, φέρνοντας το πουκάμισο και τις κάλτσες στην μύτη του, όχι για την απόλαυση, αλλά για να ελέγξει εάν θα μπορούσε να τα φορέσει ακόμη μια φορά. «Φοριούνται και σήμερα» σκέφτηκε καθώς ανέβαζε το φερμουάρ του παντελονιού του.

Κατέβηκε τις σκάλες τις πολυκατοικίας αφού έκλεισε πίσω του την πόρτα βιαστικά και βγήκε στο δρόμο.

«Γιατί έφυγε χωρίς να μου πει ούτε μια καλημέρα? Μήπως έκανα κάτι που τον εκνεύρισε? Να του πω ότι με στενοχώρησε ή να αφήσω το γεγονός να ξεχαστεί? Μήπως δεν τον ικανοποιώ πια?» οργίασε μονάχη η φαντασία του μέχρι να μπει στο αυτοκίνητο για να κατευθύνει τις 4 ρόδες και το μυαλό του προς το γραφείο.

Οι 2 πρώτες ώρες πέρασαν γρήγορα αλλά από το μεσημεριανό διάλειμμα και ύστερα, αφού έλεγξε για 3η φορά τον άδειο φάκελο εισερχομένων μηνυμάτων στο κινητό του, ένιωσε το σώμα του να αρχίζει να αδειάζει και αυτό. Ένιωθε σαν να είχε φύγει το εσωτερικό του σώματος του πίσω απ’ το στέρνο και στη θέση του να είχαν εγκατασταθεί 2 φτερά που κουνιόντουσαν γρήγορα και άρρυθμα. «Πρέπει να ελαττώσω τους καφέδες» σκέφτηκε, «ούτως ή άλλως μετά το σημερινό δεν θέλω να πιω ξανά καφέ το πρωί μαζί του».

Για πρώτη φορά, μετά από τόσα χρόνια, συνειδητοποίησε ότι του έλειπε και ότι τον είχε ανάγκη. «Έχουν περάσει 3 ώρες και δεν έχει δώσει κανένα σημείο ζωής. Άραγε να θέλει να χωρίσουμε?» αναρωτήθηκε καθώς κάθισε ξανά στο γραφείο του να συνεχίσει την δουλειά του, με θέα τους βραδυκίνητους λεπτοδείχτες του κρεμασμένου στον τοίχο ρολογιού. Δίχως να πάρει απάντηση, το μυαλό του άρχισε να φτιάχνει σενάρια και η σκέψη του, ανεξέλεγκτη, μεταπηδούσε από το ένα στο άλλο, με ιλλιγγιώδη ταχύτητα. Με την ίδια ταχύτητα άρχισε να κουνιέται και το δεξί του πόδι, αυτόνομο και αυτό, δημιουργώντας έναν εκνευριστικό θόρυβο από τα ρυθμικά χτυπήματα της ξύλινης σόλας στο πλαστικό δάπεδο.

«Πρέπει να δουλέψω για να μην αναγκαστώ να μείνω μέχρι το βράδυ εδώ μέσα μόνος» σκέφτηκε και στο εσωτερικό άκουσμα της λέξης μόνος, ένιωσε το χέρι του να μουδιάζει. «Τι στο διάολο μου συμβαίνει?» αναρωτήθηκε προσπαθώντας να εκλογικεύσει τις αντιδράσεις του.

Έβαλε μία τσίχλα στο στόμα του και άρχισε να την μασάει αργά και δυνατά με ανοιχτό στόμα, δημιουργώντας έναν εκνευριστικό θόρυβο, για να επισκιάσει τον ήχο του ποδιού του που χτυπούσε στο δάπεδο, και τις σκέψεις του. Άπειρος στο να μην ακούει, αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να δουλέψει άλλο και σηκώθηκε από το γραφείο με κατεύθυνση το ασανσέρ. Ισόγειο, 1ος, 2ος, 3ος και η πόρτα ανοίγει αλλά αυτός κάνει μεταβολή και αρχίζει να κατεβαίνει από τις σκάλες καθώς «μπορεί να γίνει διακοπή ρεύματος και να εγκλωβιστώ, χωρις οξυγόνο, εκεί μέσα».

Βγαίνει έξω απ’ το κτίριο και αισθάνεται όλα τα μάτια των περαστικών να καρφώνονται πάνω του. «Με ένα πόδι που χτυπιέται μόνο του, ένα χέρι μουδιασμένο σε παράλυση και τον κορμό μου να φτερουγίζει, πρέπει να είμαι πράγματι αστείος ως θέαμα» συλλογίζεται και κάθεται στο πρώτο παγκάκι που βρίσκει μπροστά του.

«Δεν έπρεπε να με δουν οι συνάδελφοι έτσι. Τι θα σκέφτονται τώρα για μένα? Κανένας δεν θα καταλάβει τι περνάω. Μόνο αυτός. Πρέπει να τον βρω. Δεν θέλω να με παρατήσει. Δεν θέλω να μείνω μόνος. Πώς θα πηγαίνω στην δουλειά, ποιόν θα σκέφτομαι και πώς θα γυρίζω σπίτι? Μόνος? Με ποιόν θα κάθομαι στο μπαλκόνι, με ποιόν θα κοιμάμαι αγκαλιά? Μόνος θα περάσω τα καλοκαίρια και τους χειμώνες? Μόνος θα γεράσω?»

Σήκωσε το κεφάλι του και έψαξε να βρει τον ήλιο, για να δώσει μια αιτία στον ιδρώτα που άρχισε να κυλάει στο πρόσωπο του. Γύρω του πολυκατοικίες, παράθυρα κλειστά, μπαλκόνια βρώμικα, άνθρωποι που τρέχαν, αυτοκίνητα ακινητοποιημένα, και αυτός σε ένα παγκάκι μόνος. Σηκώθηκε και μπήκε στο ταξί που προχωρούσε σημειωτόν μπροστά του. Ψέλλισε την διεύθυνση του σπιτιού του στον οδηγό και βούλιαξε στο κάθισμα.

«Μπαμπά μην τρέχεις» και 2 φωτογραφίες από πιτσιρίκια του χαμογέλασαν, χωρίς να μπορεί να ανταποδώσει. Ο δικός του μπαμπάς είχε γεράσει χρόνια πριν. Και η μάνα του το ίδιο. Αυτός γιατί δεν μπορούσε να μεγαλώσει? Προσπάθησε να απαντήσει αλλά η φωνή του οδηγού φρενάρισε τη σκέψη του. «9 ευρώ». Έδωσε ένα χαρτονόμισμα και άνοιξε την πόρτα.

Ξεκλείδωσε την κύρια πόρτα μηχανικά, ανέβηκε σχεδόν τρέχοντας στον πρώτο όροφο, ξεκλείδωσε την εξώπορτα και μπήκε σπίτι του. «Να γύρισε?» Το σαλόνι άδειο. Και η κουζίνα το ίδιο. Κοίταξε βιαστικά στο μπάνιο μέσα από την ανοιχτή πόρτα, καθώς διέσχισε το διάδρομο. Ούτε εκεί κανείς. Στάθηκε έξω από το υπνοδωμάτιο, όπως είχε σταθεί το πρωί, χωρίς να έχει γυρισμένη την πλάτη αυτή την φορά και οδήγησε το βλέμμα του στο κρεβάτι. «Εδώ είναι» θέλησε να φωνάξει από χαρά, καθώς αντίκρυσε το σώμα του κουλουριασμένο κάτω από τα σεντόνια. Πλησίασε σιγά σιγά, στις μύτες των ποδιών του, να μην τον ξυπνήσει.

Έσκυψε στα γόνατα και του χάιδεψε το κεφάλι πάνω απ’ το σεντόνι, όπως δεν είχε κάνει ποτέ στο παρελθόν. Σήκωσε το σεντόνι απ’ το κεφάλι του για να θυμηθεί το πρόσωπό του. Του φάνηκε τόσο φοβισμένο, σαν να το έβλεπε για πρώτη φορά. Τράβηξε όλο το σεντόνι από πάνω του και παρατήρησε σπιθαμή προς σπιθαμή το γυμνό, σε στάση εμβρύου, κορμί του. «Πόσα χρόνια αγάπης έχασα» ψιθύρισε και όλες οι σκέψεις, το φτερούγισμα, το μούδιασμα και το τρέμουλο χώρεσαν σε 2 μικρές σταγόνες που κύλησαν στα μάγουλά του και εξαφανίστηκαν.

Σήκωσε το κεφάλι του να δει τα μάτια του όσο πιο βαθιά μπορούσε. Κοίταξε πίσω από το βαθύ πράσινο και επιτέλους είδε αυτόν που έψαχνε από το πρωί, από την εφηβεία του και από μικρό παιδί, να καθρεφτίζεται πάνω στον φακό των ματιών του.

Ο εαυτός του... Πολλά ραγίσματα τον εμπόδιζαν να δει καθαρά. Το πιο μεγάλο βρίσκονταν στο κέντρο. Οι γραμμές του είχαν στεγνώσει σαν να χε γίνει χρόνια πριν.

Στα 8 του. Θυμήθηκε. Άλλα 2 μικρότερα, γύρω στα 17. Και τα υπόλοιπα, πιο πρόσφατα, στα 25, στα 28 και στα 31. Ήταν όλα εκεί. Έσκυψε και τον έσφιξε στην αγκαλιά του.

Είχαν όλο τον καιρό μπροστά τους να τα γιατρέψουν ένα ένα...

(Μια Τρίτη μεσημέρι σε μία πόλη κυνηγημένος)

5 σχόλια:

hasapi grammata είπε...

oute ta minimata, oute oi arithmoi einai ikanoi na prodosoun aisthimata. an kai apo makria -kai malista apo ipologisti pou den vgazei olous tous ellinikous xaraktires-, eimai veveos oti ston kathrefti sou exeis vri mia orea kai edimi adanaklasi...

agapa tin kai kedrismenos tha vgis!

(sti valitsa sou min ksexasis to aparaitito, xromatos bleu...)

baridion είπε...

τι ωραία που γράφεις! μπορει να στο χω ξαναπεί...
άξιζε η αναμονή λοιπόν.
καλή συνέχεια

Puppet_Master είπε...

oi anamniseis merikwn atomwn mas episkeftode sixna pikna.de kserw ti tha kaname xwris afta ta atoma.oute kserw ti tha kaname xwris aftes tis anamniseis.

(ixa ksekxasei na se valw sta links mas,paralipsh)

telegkefalos είπε...

Το σημαντικό είναι να μπορούμε να διατηρούμε την ανάμνηση του εαυτού μας, χωρίς να ξεχνάμε ποιός είναι και τι θέλει. Αυτός είναι που μας λείπει, όταν το μυαλό μας αρχίζει παίζει περίεργα παιχνίδια όταν βολεύεται, όταν συνηθίζει. Και τότε γίνεται και η επανάσταση ένα όνειρο, μια ξοφλημένη και ευφυής διακιολογία, όπως έλεγε κάποτε και το τραγουδάκι του Άσιμου.

5 pink flowers είπε...

εφτασα εδω απο παροτρυνση του Χασαπη γραμματα εαν σε ενδιαφερει να παρεις μερος στο προτζεκτ τανιας που κανουεμε δες το μπλογκ http://youmymirror.blogspot.com/και στειλε αυτην την ιστορια η κατι αλλο ευχαριστω