Τετάρτη 30 Απριλίου 2008

Ζητείται ελπίς


Την Παρασκευή η ελπίδα είχε επίσημη έξοδο.

Ένα χρόνο τώρα κλεισμένη κάτω από μία στέγη, έβγαινε μόνο μέχρι το μπαλκόνι, κάποια βράδια που είχε ξαστεριά, για να δει το φεγγάρι. Τον υπόλοιπο καιρό κοιμόταν μπροστά στην τηλεόραση, στο νεροχύτη της κουζίνας ή στην οθόνη του υπολογιστή. Οι γονείς της διακατέχονταν από αισθήματα ντροπής για την ύπαρξή της και φρόντιζαν να την κρύβουν επιμελώς στα πιο απίθανα σημεία, για να μην την αντιληφθεί κανείς. Κάτω από τα μαξιλάρια τους, ανάμεσα στις σελίδες των εφηβικών τους βιβλίων, πίσω από τις εικόνες στο εικονοστάσι του σαλονιού, ακόμα και μέσα στα εσώρουχά τους. Πολλές φορές αναγκάζονταν να την καταπιούν με σκοπό να την εξαφανίσουν, μάταια βέβαια, καθώς αυτή στεκόταν σαν κόμπος στο λαιμό τους και σύντομα ξανανέβαινε στο στόμα τους. Οι γείτονες δεν την είχαν δει ποτέ απλά υποψιάζονταν την ύπαρξή της. Κάποιες κραυγές που τους ξυπνούσαν στη μέση της νύχτας, κάποια άδεια κουτιά από φάρμακα στον κάδο σκουπιδιών, κάτι η μόνιμη υποτονικότητα των γονιών της, μαρτυρούσαν πως μία ελπίδα ζούσε δίπλα τους.

Την Παρασκευή που πέρασε, όμως, η ελπίδα είχε την πρώτη της επίσημη έξοδο. Όλη η οικογένεια θα πήγαινε παρέα στην εκκλησία και ήταν μια καλή ευκαιρία να πάρουν και την ελπίδα μαζί τους. Τις τελευταίες μέρες ήταν ιδιαίτερα ανήσυχη στον ύπνο της και ίσως η επαφή με τα «θεία», ο απειλητικός λόγος του ιερέα και οι ιστορίες από το Ευαγγέλιο να κατάφερναν να την αποκοιμίσουν. Της φόρεσαν, λοιπόν, τα καλά της, την φώτισαν με ένα μικρό κίτρινο κερί για να φαίνεται από ψηλά και κατευθύνθηκαν προς τον ναό. Μόλις έφτασαν, προς έκπληξή τους, διαπίστωσαν πως στην εκκλησία είχε συγκεντρωθεί πολύς κόσμος αυτή την νύχτα. Είχαν έρθει σχεδόν όλες οι οικογένειες του χωριού, ακόμα και αυτές που είχαν μετακομίσει στην πρωτεύουσα και έρχονταν στο χωριό μόνο τα καλοκαίρια. Προς στιγμήν ένιωσαν αμήχανα που είχαν την μικρή ελπίδα μαζί τους αλλά αμέσως παρατήρησαν πως όλες οι οικογένειες είχαν από μία καλοντυμένη και φωτισμένη ελπίδα μαζί τους. Άκουσαν την λειτουργία, σε μία ακαταλαβίστικη γλώσσα, που έμοιαζε σαν κάτι μεταξύ βάπτισης και εξορκισμού της ελπίδας τους και βγήκαν στο προαύλιο. Στη συνέχεια, όλες οι οικογένειες μαζί, πήραν τις ελπίδες τους ανά χείρας και τις περιέφεραν στα σοκάκια του χωριού, συνοδεία μιας πένθιμης μουσικής υπόκρουσης προκειμένου να αποκοιμίσουν όσες από αυτές παρέμεναν ξύπνιες.

Η επόμενη μέρα ήταν Σάββατο, ημέρα αργίας, και η οικογένεια δεν βγήκε απ’ το σπίτι. Όλοι ήλπιζαν πως η ελπίδα θα είχε ηρεμίσει μετά την βραδινή έξοδο, όμως αυτή, δυστυχώς, ήταν ανήσυχη περισσότερο από χθες. Όλη την ημέρα έκλαιγε, σαν να είχε ένα ανεξήγητο κακό προαίσθημα για κάτι κακό που θα συνέβαινε και ήθελε να βγει έξω από το σπίτι. Οι γονείς της, σκέφτηκαν να την βάλουν μπροστά στην τηλεόραση για να αποκοιμηθεί, αλλά για κακή τους τύχη, το πρόγραμμα είχε αλλάξει και οι παιδικές σειρές είχαν αντικατασταθεί από ταινίες με θέμα την «σταύρωση», ακατάλληλες για ανηλίκους. Το ίδιο και το ράδιο. Έπαιζε κάτι μελαγχολικά τραγούδια που, ως γνωστόν, αναστάτωναν την ελπίδα περισσότερο. Στη συνέχεια, αποφάσισαν να την τιμωρήσουν, στερώντας της το γάλα και τα γλυκά και δίνοντας της μεσημεριανό με ξύδι αντί για λάδι, μήπως συνετιστεί, αλλά μάταια.

Απελπισμένοι πια, γύρω στις 11.30 το βράδυ, της ξαναφόρεσαν τα καλά της, την φώτισαν με ένα μεγαλύτερο κερί και βγήκαν απ’ το σπίτι με κατεύθυνση την εκκλησία. Προς μεγάλη τους έκπληξη, είδαν ξανά όλες τις οικογένειες μαζεμένες στο προαύλιο, γύρω από τον παπά, με τις ελπίδες τους ανήσυχες να φωνάζουν. Αυτή την φορά η λειτουργία ήταν πιο έντονη προκειμένου να πιάσουν τα ξόρκια και να ηρεμίσουν οι ελπίδες. Μαγικά φώτα από τα Ιεροσόλυμα, φωτοβολίδες και βεγγαλικά είχαν επιστρατευτεί από τον ιερέα, για να διωχτούν μακριά τα κακά πνεύματα που είχαν φουντώσει τις ελπίδες και ταλαιπωρούσαν τους δύστυχους γονείς.

Δυστυχώς κατά τις 2, ο ναός έπρεπε να κλείσει και οι γονείς, χωρίς να έχουν καθησυχάσει τις ελπίδες τους, αναγκάστηκαν να γυρίσουν σπίτι και να προσφύγουν σε πιο δραστικά μέτρα την επόμενη μέρα.

Το ξημέρωμα της Κυριακής βρήκε την οικογένεια με ορθάνοιχτα κόκκινα μάτια, σαν αυγά, από την αϋπνία . Όλη την νύχτα δεν είχαν κλείσει μάτι από τα παραμιλητά της ελπίδας. Την άκουγαν να μιλάει μόνη της για «αγάπη», «χαμένους παραδείσους» και «ανάσταση» και να κλαίει με λυγμούς. Όπως φαινόταν, είχαν χάσει μια για πάντα τον ήσυχο ύπνο τους. Ό,τι είχαν γκρεμίσει με υπομονή τον τελευταίο χρόνο, άρχισε σιγά σιγά να ξαναχτίζεται απειλητικά μπροστά τους, τις τελευταίες μέρες. Ο πατέρας, ως αρχηγός της οικογένειας, έπρεπε να φανεί περισσότερο αποφασιστικός από ποτέ, για να διαφυλάξει την οικογενειακή γαλήνη.

Θολωμένος όπως ήταν, σήκωσε τον μεγάλο γιο απ’ το κρεβάτι για να τον βοηθήσει και πήγαν με προσοχή στο δωμάτιο της ελπίδας. Με γρήγορες κινήσεις, της έκλεισαν το στόμα, την πήραν στα χέρια και την οδήγησαν στον κήπο. Της έδεσαν τα χέρια και τα πόδια και της έβαλαν ένα αβγό στο στόμα για να μην ακουστούν οι φωνές της. Στη συνέχεια, ο πατέρας, χωρίς να την κοιτάει στα μάτια, πήρε μία μεγάλη σούβλα και διαπέρασε αποφασιστικά και γρήγορα το κορμί της, χαρίζοντάς της έναν ακαριαίο και βέβαιο θάνατο. Για να εξαφανίσει τα αποδεικτικά του φόνου, άναψε μία φωτιά και τοποθέτησε την νεκρή ελπίδα πάνω, για να την κάψει.

Το μεσημέρι που ακολούθησε, η μητέρα έστρωσε ένα καθαρό τραπεζομάντιλο και όλη η οικογένεια κάθισε μαζί, γύρω από το τραπέζι, για το καθιερωμένο κυριακάτικο γεύμα. Αυτή την φορά όμως ήταν όλα κάπως διαφορετικά. Υπήρχε μια χαρά ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων και ένα γιορτινό κλίμα στην ατμόσφαιρα. Σαν ένα βάρος που τους βασάνιζε να είχε φύγει από πάνω τους και να είχε πάρει μαζί του όλες τις άσχημες σκέψεις και τις απραγματοποίητες επιθυμίες τους. Σαν να μην τους απασχολούσε πλέον το ανιαρό παρόν και το μονότονα προβλέψιμο μέλλον τους.

Σαν να είχε πεθάνει η ελπίδα...


(Για όλους αυτούς τους ξεχασμένους ανθρώπους που έχω γνωρίσει, οι oποίοι έχουν αποδεχτεί την ανέλπιδη καθημερινότητά τους.)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

το πιο ωραίο μέρος αυτό στις παρενθέσεις σου

telegkefalos είπε...

"Χάθηκα ξανά σε λαβυρίνθους κι έχασα καιρό, να σ' αναζητώ άμοιρη ψυχή μου...
...σβήνω και ξεχνώ τα περασμένα, ένα πρωινό όλα θα 'ναι αλλιώς, τα κομμάτια μου ενωμένα"

"Ηλιαχτίδα", Τάνια Τσανακλίδου
στίχοι: Γ. Κορδέλλας

να το ακούσεις