Τρίτη 8 Απριλίου 2008

Κυριακάτικη βόλτα (ήρθε η ώρα να αρχίσω να σκάβω)


Έχωσα το κλειδί στη μίζα και πάτησα το γκάζι πριν καλά καλά ξεκινήσω.

«Μέχρι την εθνική» είπα στον εαυτό μου, απλά και μόνο για να για να του δώσω έναν προορισμό. Βλέπεις, αν έχεις δύο κέρατα φυτρωμένα στο κεφάλι και δύο τεράστια ρουθούνια στο πρόσωπο, έχεις ανάγκη από έναν στόχο, για να λειτουργήσεις.

Έδωσα στην στρουμπουλή κοπέλα 3 ευρώ, με αντάλλαγμα ένα χάδι της στην παλάμη μου και την απόδειξη των διοδίων. «Ευχαριστώ πολύ», ψέλλισα βιαστικά, ως συνήθως, για να προλάβει η φράση μου να βγει απ’ το αμάξι πριν κλείσει το παράθυρο.

Κληρονομική συνήθεια βεβιασμένου λόγου με επίκτητη, λανθάνουσα αιτία, σκέφτηκα αργότερα ενώ έβγαλα φλας για να προσπεράσω. Ένα μπλε, οικογενειακό αυτοκίνητο κινούνταν «εντός ορίων ταχύτητας» μπροστά μου, με επιβάτες ένα ζευγάρι «εκτός (αποδεκτών) ορίων ηλικίας». Τα πρόσωπα τους ανέκφραστα και προσηλωμένα στον ορίζοντα, σαν να αναζητούσαν και αυτά ένα προορισμό για το ταξίδι τους. Έψαξα για τα δικά τους κέρατα αλλά ο ήλιος που έδυε, μου τύφλωσε τα μάτια.

Προσπάθησα να τρυπώσω κάτω απ’ τα σκεπάσματα, στο κρεβάτι τους. Κανένα ενδιαφέρον και αποφασίζω να επεξεργαστώ το ίδιο το κρεβάτι. Παλιό, ξύλινο, με χοντρά, σκαλισμένα πόδια και ένα μεγάλο κεφαλάρι με μια πολύχρωμη ζωγραφιά μιας ημίγυμνης γυναίκας να χασμουριέται. Απέναντι, μία σερβάντα . Πλησιάζω και ανοίγω το τρίτο συρτάρι. Τετράδες άσπρων, τσακισμένων από το σιδέρωμα, εσωρούχων με φαρδύ λάστιχο. Από κάτω, ασορτί φανέλες με σβόλους ναφθαλίνης ανάμεσά τους. Και πιο κάτω, τσαλακωμένες συνειδήσεις στοιβαγμένες άτσαλα.

Έβαλα πέμπτη, αγχωμένος, για να αφήσω πίσω μου την αδιάκριτη εικόνα (άραγε έκλεισα το συρτάρι?) και επέτρεψα στην βελόνα του κοντέρ να διαγράψει το δικό της ημικύκλιο. 70, 80, 90, 100, φτου και θα βγω, που θα μου πάει?

Δίπλα σε μια γιγάντια ταμπέλα που έγραφε «wind», «άνεμοι ισχυροί, οδηγείτε με προσοχή» με προειδοποιούσε μία άλλη, ηλεκτρονικά. Σκέφτηκα να σφίξω το τιμόνι αλλά τα χέρια μου με είχαν προλάβει ώρα πριν.

Τα χέρια μου. Αλήθεια, θυμάσαι τα χέρια μου?

Σε εκείνο το τραπέζι δίπλα στη θάλασσα που με το μικρό σου δάκτυλο, τα ακούμπησες για πρώτη φορά. Και συνειδητοποίησα, ξαφνιασμένος, πόση δύναμη μπορεί να κρύβει ένα τόσο δα μικρό δάκτυλο. Και πόση αόρατη δίψα μπορεί να κυλάει στις μικροσκοπικές αύλακες του δέρματός τους.

«Τι να σκέφτεται εκείνο το δέντρο μόνο του, μακριά απ’ όλα τ’ άλλα?» σε είχα ρωτήσει ένα σούρουπο. Και δεν απάντησες ποτέ. Και ας περίμενα να ακούσω για βουβούς κέδρους και μωβ κορυφές. Και ας μην έμαθες ποτέ ότι με μελαγχολούν τα σούρουπα. Εκείνες οι ώρες που ερημώνουν οι παραλίες, που όλοι επιστρέφουν εκεί που ανήκουν και που εγώ απλά, όπως τώρα, περιμένω την νύχτα.

Κατέβαλα προσπάθεια να καταπιώ το λιγοστό σάλιο μου, ελπίζοντας να παρασύρει μαζί του και τις σκέψεις μου. Προκειμένου να αποφύγω πικρές αναγωγές τέντωσα το κεφάλι μου μπροστά. Στην ευθεία και με κατεύθυνση αντίθετη απ’ ότι έλεγε το τραγουδάκι που μου ‘χες μάθει: «…τα όνειρα μου στην πρωτεύουσα με στείλαν»…«για να μιλάω πάντα χαμηλόφωνα» σε ένιωσα να τραγουδάς πίσω από το αυτί μου και ανέβασα σπασμωδικά την ένταση του ραδιοφώνου στο τέρμα.

Συνειρμικά το βλέμμα μου εστίασε στο μικρό ράγισμα του παρμπρίζ και συμβολικά αμέσως μετά, στον καθρέφτη, στη μικρή γραμμή ανάμεσα στα μάτια μου. Μικρή, αλλά αρκετά βαθιά, ώστε να χωράει έρωτες, πόνους και «θέλω» μιας ντουζίνας χρόνων, κάτω από τη λέξη «μόνος».

Ήρθε νομίζω η ώρα να αρχίζω να σκάβω τις γραμμές μου. Απλά δεν είμαι σίγουρος, για να θάψω ή να φυτέψω.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

αληθινά συγ-κινήθηκα

Puppet_Master είπε...

oreo to dilima sou.diskolo sthn apadhsh omws :)